Τρίτη, 23 Απριλίου 2024

ev media-logo

Συμβιώνοντας με τις φυλακές. Μια ιστορική καταγραφή για τις παλιές φυλακές Καρπενησίου, της Μαρίας Θ. Ευαγγελοδήμου (Μέρος Α’)

fylakes-palies-sxediagramma1

Το σχεδιάγραμμά, καταρτίστηκε, από τον Αναγνώστου Παύλο, φοιτητή της σχολής θετικών επιστημόνων, τμήμα πληροφορικής με εφαρμογές στην βιοιατρική, του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, βάσει πληροφοριών των Αθανασίου και Νίκου Αντωνόπουλου


 

1η περίοδος (; - 1944)

Μόνο οι κάποιας ηλικίας Καρπενησιώτες θυμούνται την ύπαρξη Σωφρονιστικού Καταστήματος στην πόλη μας. Πολύ περισσότερο, ελάχιστοι είναι αυτοί που θυμούνται τις Επανορθωτικές Φυλακές -όπως ονομάζονταν- μέσα στον ιστό της πόλης, δίπλα στα σπίτια τους. Από τη δική μας γειτονιά, μόνο τα πυκνά δέντρα -καρυδιές, μουριές, λεύκες, μηλιές, κερασιές κ.ά.- των μεγάλων περιβολιών που περικύκλωναν τα σπίτια και η ψηλή μάντρα έκρυβαν τη θέα των φυλακισμένων με τη ριγέ άσπρη-μπλε στολή που μελαγχολικά περπατούσαν στο μεγάλο προαύλιο.

Στο “Τουρκόπλαγο”, οικοδομικό τετράγωνο 364, με έκταση 670 τ.μ., ιδιοκτησίας κληρονόμων Ιατρίδη Δ. και Γεωργίου του Κων/νου ήταν εγκατεστημένες, πληρώνοντας ενοίκιο, οι πρώτες φυλακές Καρπενησίου: δυτικά και πάνω από το κεντρικό ρέμα -Παπά ρέμα (νυν οδός Ν. Τσαμπούλα)-, πάνω από τη γέφυρα (κτισμένη τώρα) και κάτω από τη θέση του τζαμιού (υπόλειμμα των θεμελίων του επιβιώνει μέχρι σήμερα).

Δεν βρέθηκαν πηγές ή αναφορές στην ίδρυσή τους. Ένας φυλακισμένος, σε επιστολή του το 1932, αναφέρει ότι οι φυλακές χρησιμοποιούν το συγκεκριμένο κτίριο τουλάχιστον από τριακονταετίας, δηλ. από το 1902, έτος λειτουργίας του Πρωτοδικείου. Ο δικαστής Ν. Γερακάρης που μετατέθηκε από τη Λάρισα δυσμενώς στο Καρπενήσι τον Ιανουάριο του 1905, δεν κάνει καμία αναφορά σε φυλακές. Επιπλέον αναφέρει ότι καθ΄όλο το πεντάμηνο της παραμονής του στην πόλη, που… μάλλον δεν αγάπησε, στο Πρωτοδικείο «ουδεμία υπόθεση πολιτικής φύσεως δεν εδικάσθη. Μόνον το Πλημμελειοδικείον συνεδρίαζε κατ΄αραιά διαστήματα χρόνου, δια να δικάζει παρανόμους υλοτομίας συνήθως…». Και οι περισσότερες από αυτές ήταν στημένες μεταξύ των αντιδίκων για να πληρώνονται οι άμοιροι τα μαρτυρικά δικαιώματα. Πιθανόν να ιδρύθηκαν ταυτόχρονα με την έναρξη λειτουργίας του Πρωτοδικείου Ευρυτανίας το 1902-1903.

Η παλαιότερη αναφορά στις φυλακές που βρήκαμε ανάγεται στον Ιούνιο του 1925 στην Αιτωλοακαρνανική εφημερίδα Στερεά Ελλάς. Ο ανταποκριτής της από το Καρπενήσι μεταδίδει την απόφαση του υπουργού κ. Ευταξία να καταργήσει έξι φυλακές του κράτους και μεταξύ αυτών τις του Καρπενησίου για οικονομικούς λόγους, ενώ η ίδια η κυβέρνηση έχει ήδη συστήσει και Κακουργιοδικείο.

«Καταργούνται αι φυλακαί Καρπενησίου και διατάσσεται η μεταφορά των τε υποδίκων και καταδίκων εις τας φυλακάς Λαμίας, συνιστάται δε και κρατητήριον εις την ενταύθα Μοιραρχίαν. Δεν εσκέφθησαν όμως οι ιθύνοντες ότι η μεταφορά των ανθρώπων αυτών πεζή εις Λαμίαν είναι απάνθρωπος. Συνιστούν δε κρατητήριον δια τους εις ελαφράν ποινήν καταδικαζομένους, αλλ΄ υποχρεώνουν αυτούς να διατηρώνται από την τσέπη των». Οι αντιδράσεις φαίνεται ότι είχαν απήχηση και οι φυλακές παρέμειναν.

Πληροφορίες επίσης ανιχνεύσαμε στην εφημερίδα Το Βελούχι που εξέδιδαν οι βιβλιοπώλες Δ. Καραγεώργος και Κ. Κοτοπούλης. Έτσι, στο φύλλο 22/6-9-1931 διαβάζουμε για την άφιξη του διευθυντή των φυλακών κ. Διονυσίου Καρανιά. Σε δύο άλλα φύλλα ο δημοσιογράφος διαμαρτύρεται για την κακή και επικίνδυνη κατάσταση της γέφυρας κάτωθι των φυλακών.

Όπως και να έχει οι φυλακές λειτουργούσαν στη θέση αυτή το 1925 και συνέχισαν μέχρι και το 1944 που κάηκαν από τον Γερμανικό στρατό κατοχής.

Ήταν ένα διώροφο κεραμοσκέπαστο κτίριο συνοδευόμενο από δύο χαμηλά βοηθητικά κτίσματα, γραφεία και υπνωτήριο των φυλάκων -αριστερά και δεξιά από την είσοδο-, ενώ το μαγειρείο ήταν στο κεντρικό κτίριο. Ο περιμετρικός πενταγωνικός πέτρινος τοίχος, ύψους 3 μέτρων, στο επάνω μέρος του ήταν αρκετά πλατύς, ώστε οι φύλακες από τα δύο φυλάκια -ένα στον βορινό τοίχο με εξωτερική σκάλα και ένα στη νοτιοδυτική γωνία- να περιπολούν παρακολουθώντας τους έγκλειστους που προαυλίζονταν. Η φαρδιά διπλή είσοδος ήταν στον ανατολικό τοίχο και επιστεγάζονταν με μια μεγάλη γαλάζια πέτρα, η οποία πιθανώς έγραφε

ΕΠΑΝΟΡΘΩΤΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ

ΚΑΡΠΕΝΗΣΙΟΥ

Μπροστά από την είσοδο σχηματίζονταν ένα μεγάλο πλάτωμα, από το οποίο περνούσε ένα μονοπάτι κατά μήκος του ρέματος που κατηφορίζοντας την απότομη πλαγιά κατέβαινε στην κοίτη και από εκεί οδηγούσε στην πλατεία.

Η κτιριακή κατάσταση δεν πρέπει να ήταν τόσο καλή. Ξεφυλλίζοντας τις παλιές εφημερίδες σταχυολογήσαμε στοιχεία κτιριακής τουλάχιστον εγκατάλειψης και θλιβερής διαβίωσης. 

Στην εφημερίδα Το Βελούχι φιλοξενείται μία επιστολή του φυλακισμένου Σ.Γ.Τ., ο οποίος δηλώνει ευχαριστημένος από τους δεσμώτες του αλλ΄ όχι από την κατάσταση του κτιρίου: «αφού τόσον η Διεύθυνσις των φυλακών μετά της υπηρεσίας της όσον και η φρουρά αυτών είναι υπόδειγμα υπηρεσίας εκτελούντες άπαντες την υπηρεσίαν κατά γράμμα μηδενός παραπόνου υφισταμένου παρά των καταδίκων, αντιθέτως το από 30ετίας και πλέον χρησιμοποιούμενο κτίριο δια τας ως άνω φυλακάς κατέστη εντελώς άχρηστον. Ευρίσκεται εις μέρος ευήλιον και ευάερον, ο ήλιος και ο αήρ είναι άχρηστος αφού εσωτερικώς το κτίριον είναι μία κόλασις. Είμεθα πράγματι κατάδικοι δια τον α΄ ή β΄ λόγον, πλην όμως είμεθα και ημείς άνθρωποι. Αφού το επίσημον κράτος πληρώνει ετησίως δια ενοίκιον δέσμας χιλιωδράχμων (sic), καλόν, φρόνιμον και ανθρώπινον θα ήτο να δοθή μία μικρά πίστωσις δια την εσωτερικήν επιδιόρθωσιν των φυλακών τούτων. Οι κατάδικοι δεν ζητούν και μεγάλα πράγματα ·να ασπριστούν οι τοίχοι, να γίνουν τα πατώματα, τα ντιβάνια και μερικοί υελοπίνακες εις τα παράθυρα. Απαραίτητος είναι επίσης η ρύθμισις του αφοδευτηρίου που είναι χάλια, καθώς πολλοί των κ.κ. αναγνωστών αντελήφθησαν ιδίοις όμμασι.

Ναι μεν το κράτος μας διέρχεται κρίσιν, ίσως χειροτέρα παντός άλλου κράτους, πλην όμως οι ιθύνοντες ας ρίξουν μια ματιά εις τους φυλακισμένους Καρπενησίου από τους οποίους το κράτος πολλούς φόρους εισέπραξε και θα εισπράττει αιωνίως. Είναι αίσχος εις το επίσημον κράτος να παραμείνουν αι φυλακαί του ενδόξου Καρπενησίου εις αυτά τα χάλια.»

Ο λογοτέχνης Παύλος Φλώρος (1897-1981), που ταξίδεψε για αναψυχή μέχρι το χιονοσκέπαστο Καρπενήσι τον Δεκέμβριο του 1939, παρακολούθησε στο δικαστήριο δύο δίκες, μία για ζωοκλοπή και μία για αποπλάνηση. «Μια μέρα μόνο είναι η δικάσιμη, εκεί πάνω, κάθε εβδομάδα… Τα πιο συχνά εγκλήματα είναι η ζωοκλοπή», έγραψε στο οδοιπορικό του με τον υπέροχο τίτλο Στη λευκή ειρήνη του Θεού. Παρακολούθησε δύο δίκες, μία για ζωοκλοπή και μία για αποπλάνηση. Και στις δύο δίκες η ποινή ήταν ένας χρόνος εκτοπισμός σε νησιά: «…γίνεται αφορμή να γνωρίσουν τα νησιά του Αιγαίου και να γίνουν πιο μεσημβρινοί».

Μεταξύ των άλλων περιηγήσεων και περιπάτων του επισκέφτηκε και τις φυλακές. Να πως περιγράφει με απαράμιλλο λογοτεχνικό ύφος τον μικρό ανηφορικό περίπατό του κάτω από τις ανάριες γεναριάτικες χιονονιφάδες:

«Την ίδια μέρα, θ΄ άρχιζε να σουρουπώνει, πήρα την πλαγιά, που μέσ΄ από τα ψηλά του χωριού σε βγάζει στις φυλακές. Είν΄ ένα χτίριο χαμηλό, που δεσπόζει πάνω από μια χαράδρα, κολλημένο στο βράχο σαν όστρακο. Θυμίζει, σε πιο ταπεινή αναλογία, πύργους ιπποτών, ληστών του Μεσαίωνα, δεν είναι απίθανο και  να το κληροδότησε η τουρκοκρατία… Το χτίριο λοιπόν αυτό, στο νόημα που αναδίνει η αθλιότητά του, έρχεται σε αντίθεση με την ατμόσφαιρα του δικαστηρίου, όπου κυριαρχεί το υψηλό ήθος των δικαστών. Υγρό, ισόγειο, με παραθυράκια καγκελόφραχτα, θάφηνε την εντύπωση σταύλου ή αποθήκης, αν δεν ακουόταν από μέσα το τραγούδι των καταδίκων, παράξενοι σκοποί, μακρόσυρτοι, μοιρολατρικοί. Ζυγώνω την εξώπορτα του προαυλίου, είναι μισάνοιχτη. Στο φως μιας λάμπας με πετρέλαιο, σ΄ ένα μικρό χώρο ισόγειο, μεσ΄ από τ΄ αχνισμένο γυαλοπαράθυρο, ξεχωρίζουν δύο κεφάλια. Θάναι οι κρατικοί υπάλληλοι πιστοί στο χρέος. Απέχουν τρία – τέσσερα μέτρα, μα λες κι΄ είναι πλάσματα της φαντασίας μου, σκιές ή πνεύματα με ανθρώπινη μορφή…».

Η περιγραφή του κτιρίου ως χαμηλό έρχεται σε αντίθεση με τις προφορικές μαρτυρίες που το θέλουν διώροφο. Το πλέον πιθανό είναι η μεγάλη κλίση του εδάφους, η οπτική γωνία και το σούρουπο να έπαιξαν κάποιο παιγνίδι οφθαλμαπάτης στη ματιά του λογοτέχνη.

Μία άλλη αναφορά για τις πρώτες φυλακές της πόλης εντοπίζεται στην εφημερίδα Η Φωνή της Ευρυτανίας, όπου ο Νικ. Παπαγεωργίου την περιγράφει ως υγρή: «…εκ του υγρού και σιδηροφράκτου καταφυγίου των φυλακών Καρπενησίου…».

Μετά την ανατίναξη των φυλακών το 1944 οι πέτρες και τα αγκωνάρια πουλήθηκαν σε Καρπενησιώτες για να χτίσουν τα ερειπωμένα και καμένα σπίτια τους. Το 1948 στον ερημωμένο οικοπεδικό χώρο των φυλακών στήθηκαν καλύβες για να μείνουν πρόσφυγες. Στα χρόνια που ακολούθησαν πουλήθηκε και οικοδομήθηκε.

ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

Υποθέτουμε ότι η μοναδική περίπτωση απόδρασης δύο φυλακισμένων –ο ένας εξ αυτών γνωστός λήσταρχος από τα Άγραφα που μετά την απόδρασή του συνέχισε τη ληστρική δράση του και ο δεύτερος από την Τατάρνα- τον Μάιο του 1941, λίγες ημέρες πριν την εγκατάσταση δύναμης ιταλικού στρατού κατοχής, δεν οφείλονταν στην κακή κατάσταση των φυλακών αλλά στην ολιγωρία των φυλάκων, οι οποίοι φαίνεται ότι συνήθιζαν να αφήνουν την εξώπορτα του προαυλίου μισάνοιχτη! Οι υπόλοιποι έγκλειστοι ήταν κυρίως μικροαπατεώνες, μικροκλέφτες και κάποιοι Ευρυτάνες επαγγελματίες που κερδοσκοπούσαν σε βάρος του ταλαίπωρου λιμοκτονούντος Ευρυτανικού λαού. Χωρίς βεβαίως να λείπουν και οι πολιτικοί κρατούμενοι.

Τον Αύγουστο του 1942, οι Ιταλοί, που είχαν αποχωρήσει τον Σεπτέμβριο του 1941, κατέλαβαν εκ νέου το Καρπενήσι και το κράτησαν μέχρι την Άνοιξη του 1943. Στις 23 Απριλίου 1943 οι Ιταλοί εγκατέλειψαν το Καρπενήσι. Από το Πάσχα του 1943 το Καρπενήσι ανήκε στην ελεύθερη ζώνη και διοικούνταν από τους αντάρτες. Από τον Αύγουστο του 1943 οι φυλακές πέρασαν στη δικαιοδοσία της ηρωικής XIII Μεραρχίας, η οποία από το Γαρδίκι μετέφερε την έδρα της στο Καρπενήσι και φιλοξένησαν εκτός των ποινικών κάποιους πολιτικούς κρατούμενους με τις οικογένειές τους, των οποίων τα παιδιά έπαιζαν με τα παιδιά της γειτονιάς. Ανάμεσα στους κρατούμενους υπήρξαν και κάποιοι μουσικοί. Στις παρελάσεις των δύο εθνικών εορτών που γιορτάστηκαν σε αυτό το κομμάτι της ελεύθερης Ελλάδας, τόσο κοντά στα φυλάκια των καταχτητών, συμμετείχαν ως μπάντα και οι φυλακισμένοι μουσικοί με τις ριγέ στολές τους -κάποιοι από αυτούς ξυπόλητοι-, παίζοντας τα μουσικά τους όργανα και δίνοντας τον ρυθμό στους παρελαύνοντες. Ο Διοικητής της 13ης Μεραρχίας (έδρα της ήταν το σημερινό σπίτι του Υφαντίδη) έμενε στο σπίτι του Κ. Σαΐνη. Κάποια μέρα, η μία μηχανή ηλεκτροπαραγωγής, που παρείχε φωτισμό στην πόλη, πήρε αέρα και χρειάζονταν πολλοί άντρες να τη γυρίσουν ώστε να πάρει μπροστά. Τότε ο Σαΐνης ζήτησε από τον Διοικητή να του στείλει μερικούς φυλακισμένους να βάλουν μπρος τη μηχανή. Ο Διοικητής όντως μερίμνησε και τότε ο Σαΐνης ανάμεσά τους αναγνώρισε κάποιους αξιοσέβαστους Λαμιώτες μεγαλεμπόρους, οι οποίοι προπολεμικά τροφοδοτούσαν τους Καρπενησιώτες εμπόρους με εμπορεύματα.

Εκείνο το καλοκαίρι υπήρξε μεγάλη έλλειψη πετρελαίου. Η πόλη έπεσε για άλλη μια φορά στο σκοτάδι. Τότε οι φυλακισμένοι με την επίβλεψη των ανταρτών έσκαψαν κανάλι και έφεραν νερό από την πηγή του Αφορεσμένου, μετατρέποντας το εργοστάσιο ηλεκτροπαραγωγής σε υδροηλεκτρικό.


Η συνέχεια το άρθρου για την 2η περίοδο (1954- 1968),

θα δημοσιευτεί την Τετάρτη 7/9/2016