Μια σκυλίτσα μοναχή
στο δάσος τριγυρνάει
ψάχνει για τον αφέντη της
κι ολημερίς γαυγίζει
Έχει καλό αφεντικό
τη βγάζει στο κυνήγι
αυτή να φέρει το λαγό
κι αυτός να την ταΐζει
Χρυσή αλυσίδα στον λαιμό
κουδούνι ασημένιο
και φυλαχτό της φόρεσε
που ήταν φιλντισένιο
Φεύγει κρυφά απ’ τον κυνηγό
να ελαφοκυνηγήσει,
έτσι χάνει τον δρόμο της
δεν ξέρει να γυρίσει
Και παίρνει στράτες ξέστρατες
και ξένα μονοπάτια
μέρες και νύχτες τριγυρνά
σε άγνωστα σοκάκια
Λιπόθυμη σε μια αυλή
έπεσε φοβισμένη
ήτανε μέρες νηστική
και ταλαιπωρημένη
Και τότε άνθρωποι κακοί
την πιάσαν την καημένη
της πήραν τα στολίδια της
τίποτα δεν της μένει
Την τράβαγαν, την έδερναν
χιλιοβασανισμένη
και στα αδέσποτα σκυλιά
την πήγανε δαρμένη
Τώρα κλαίει κι οδύρεται
γι’ αυτό το πάθημά της
μα πως θ’ αντέξει τη σκλαβιά
σκληρό το μάθημά της
Μα αφέντης της τη γύρευε
σ’ Ανατολή και Δύση
και δίνει χίλια τάλαρα
σ’ όποιον την απαντήσει
Τη βρήκανε και ήτανε
βαριά αρρωστημένη
λίγο ακόμα ήθελε
και θα΄ ταν πεθαμένη
Πάρε ‘μ Αφέντη μ’, πάρε με
εδώ να μην μ΄ αφήσεις
αφέντη σε παρακαλώ
να μην με τιμωρήσεις