Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024

ev media-logo

Το μαγεμένο μαντήλι (β’ μέρος). Ποίημα της Κ. Κουκούτση

776

Μες τις αχτίνες του ηλιού 

λάμπανε τα μαλλιά της 

είχε μόσχο στον κόρφο της 

με μέθυσ΄ η ευωδιά της 

 

Όταν της ζήτησα φιλί 

έφυγε φοβισμένη 

και μου φωνάζει δυνατά 

είμαι λογοδοσμένη…

 

-Μάνα τρελά την αγαπώ 

και θέλω να την πάρω 

δε μου τη δίν΄ η μάνα της 

θα πέσω να πεθάνω 

 

Η μάνα του κατάλαβε 

τον πόνο του παιδιού της 

κατέστρωσ΄ ένα σχέδιο 

στο βάθος του μυαλού της 

 

Σώπασε παλικάρι μου

κι εγώ θα βρω βοτάνι 

η κόρη όπου αγαπάς 

δικό της θα σε κάνει 

 

Σαν νύχτωσε καλά καλά

και βγήκε το φεγγάρι 

ήτανε ολογέμιστο 

και είχε άλλη χάρη 

η μάνα φεύγει βιαστικά 

και τρέχει προς το ρέμα 

που’ ταν στην άκρη του χωριού, 

έχει μεγάλο θέμα 

 

Περπάτησε ώρα πολλή 

και στη σπηλιά πηγαίνει

εκεί κάθετ’ η μάγισσα 

έξω; Ποτέ δεν βγαίνει

 

Μαζεύει όλες τις ξωθιές 

τις στρίγκλες και τις λάμιες 

που της πηγαίνουν βότανα 

και διαλεγμένες χάντρες 

 

Μ’ αυτά φτιάχνει τα μαγικά 

παίρνει την αμοιβή της 

και όσοι έχουν πρόβλημα 

τρέχουνε στην αυλή της 

 

Η μάνα έφτασε εκεί 

κοντά στο μεσονύχτι 

την ώρα που η μάγισσα

είχε απλώσει δίχτυ 

 

-Ώρα καλή σου μάγισσα

-Καλώς  την, την κυρά μου

τέτοια ώρα να ΄ρθεις εδώ 

κάτι μου λέει αφεντιά μου 

 

-Μάγισσα ο γιος μου αγάπησε 

κόρη που δεν τον θέλει

γιατί τη έχει η μάνα της 

αλλού λογοδοσμένη 

 

Κι ο γιος μου που την αγαπά 

κρυφός καημός τον καίει

κι απ’ τον καημό του ο δύστυχος 

όλη τη μέρα κλαίει

 

-Μάγισσα δωσ’  μου μαγικά 

κι εγώ γρόσια σου δίνω 

την κόρη ο γιος μου που αγαπά 

νυφούλα να την ντύνω

 

Κάθε βραδάκ’ η μάγισσα

κοντά στο μεσονύχτι

άπλωνε και ξετύλιγε 

το μαγεμένο δίχτυ 

 

Όλες οι στρίγκλες και οι ξωθιές 

γύρω – γύρω χορεύουν 

ρίχνουν έτσι τα μαγικά 

το δίχτυ το μαγεύουν  

 

Από το δίχτυ η μάγισσα 

έκοψ’ ένα μαντήλι

το κέντησε και γύρω του 

βάζ’ ασημένιο φτύλι

 

Καλεί τη μάνα του παιδιού 

και της το παραδίνει

το παίρνει η μάνα γρήγορα

στον γιο πάει και το δίνει

 

Μέρες μονάχα πέρασαν 

κι ένα γλυκό βραδάκι

που μοναχή περπάταγε 

η κόρη στο δασάκι 

τη βλέπει ο νιος και σκίρτησε 

από χαρά η καρδιά του 

Τρέχει κοντά της γρήγορα 

κοιτάει ολόγυρά του 

 

της βάζει γύρω στο λαιμό 

μαντήλι κεντημένο 

μα το μαντήλι τούτο δω

ήταν το μαγεμένο 

 

Γυρίζ’ η κόρη τον κοιτά 

ζαλίζεται, λιγώνει

-Λεβέντη εσένα αγαπώ

και εσένανε θα πάρω 

κι αυτόν τον Χρήστο Τσέλιγκα

τον κάνουμε κουμπάρο!