Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024

ev media-logo

Σύντομο διήγημα, του Θεοφάνη Λ. Παναγιωτόπουλου


845

[…] Σαν βυζαντινές ψηφίδες που δεν ταιριάζουν πια στο μωσαϊκό του κόσμου μοιάζουν ετούτα τα έθιμα τα τόσο υπέργηρα γλεντοκόπια των παλαιών. Εκείνη πάντα χαιρόταν ετούτες τις ημέρες. Κι όχι πως… το πολύ έλεγε αλλά μέσα της, πίσω από τις σκιές της ψυχής της, έπαιρναν διαστάσεις τεράστιες ετούτα τα έθιμα ιδίως τα απόκοσμα. Εκείνη που σαν μοναχή ήταν σε μόνιμη άρνηση με την κρεοφαγία με τι αλλοπρόσαλλη σκοτοδίνη αγκάλιαζε και χαϊδολογούσε τις κεφαλές των αρνιών που μέρες πριν είχαν ξεψυχήσει. Τα μάζευε στο ψάθινο καλάθι της και τα έφερνε στην σκάλα από κάτω. Τα έβαζε απάνω στο ξύλινο σανίδι κι αφού γονάτιζε μπροστά τους σαν πιστή ενώπιων των Θεών έπαιρνε λάδι κι άλειφε τα ερημωμένα κρανία. Ύστερα τους μιλούσε κι ένας Θεός ξέρει τι τους έλεγες. Έμοιαζε σαν  εξομολόγηση. Έβγαζε από τις τσέπες της, λευκά αέρινα μαντήλια και σκούπιζε με ευλάβεια τα κρανία.

Το βράδυ αργά… τα έβαζε στον τορβά της και κατηφόριζε προς το ποτάμι. Εκεί τα βάπτιζε σαν άλλος Ιωάννης κι καθόλου απίθανο να γινόταν κάποιος προσηλυτισμός στην δική της θρησκεία. Όταν το φεγγάρι βάρυνε τα βύθιζε κι κοιτούσε τον ουρανό ύστερα σήκωνε τα λευκές κορδέλες στο φως του φεγγαριού και τις άφηνε μέχρι να αρχίζουν να αιωρούνται ολομόναχες ψηλά στον ουρανό. Σαν τις ψυχές των αδικοχαμένων που τραβούνε τον ίδιο δρόμο κι αρνούνται να περάσουν στην απέναντι όχθη.

Έσκυβε μεταλάβαινε λίγο γλυκό νερό και σαν φάντασμα περνούσε μέσα από το βραδινό αποκριάτικο γλέντι κι κάπου – κάπου ανάμεσα στις φλόγες άκουγε να βελάζουν οι άγγελοι ξοπίσω της.[…]

 

Υ.Γ. Τώρα πια κρατώ σαν εικόνα ιερή εκείνον τον τορβά κι κάπου - κάπου τέτοιες μέρες ακούω τα ισχνά βελάσματα τους. Σίγουρος πως κι απόψε θα την αντικρίσω να περνά σκυφτή ανάμεσα στο καρναβάλι.