Σάββατο, 20 Απριλίου 2024

ev media-logo


«Η αισθητική του λαϊκού μας πολιτισμού». Ο Δ. Παρούτσας για το καλοκαίρι και τις εκδηλώσεις του στην Ευρυτανία

Το καλοκαιράκι έφτασε πια στο τέλος του. Οι «Αθηναίοι» τα μαζεύουν σιγά-σιγά, η πλατεία σχεδόν άδειασε, πολύ σύντομα θα βρεθούμε και πάλι αντιμέτωποι με την οικεία εικόνα της ερήμωσης, όταν στις 9 το βράδυ περπατάς και είναι πιθανότερο να συναντήσεις κάποιο αδέσποτο, παρά άνθρωπο. Όμως για δυο - τρεις μήνες η Ευρυτανία μας έσφυζε πάλι από ζωή, τα χωριά μας νεκραναστήθηκαν, οι πόρτες άνοιξαν, οι κήποι καθαρίστηκαν -όσοι καθαρίστηκαν.nimati-xriso-2017-arxeio1

Πανηγύρια, πανηγυράκια, γιορτές πίτας και τσίπουρου, πρωταθλήματα δηλωτής και ταβλιού είχαν την τιμητική τους, κάνοντας ορισμένους σκεπτόμενους συμπολίτες μας μεταξύ των οποίων και ο Μωυσής Μπερμπερής ή ο Αλέκος Χουλιαράς να προβούν σε πικρές διαπιστώσεις σχετικά με το δυσοίωνο μέλλον του τόπου μας. Διαπιστώνουν και αυτοί (όπως όλοι μας) την φθίνουσα πορεία του και διαμαρτύρονται για την ακαλαίσθητη υλοποίηση των «πολιτισμικών δράσεων» αυτού του είδους, ο μεν περιγράφοντας τις εκδηλώσεις ως «καρικατούρα παραδοσιακής παραγωγικής διαδικασίας και πρόσχημα για καλοκαιρινό ξεφάντωμα», ο δε αναφερόμενος στα Μποτσάρεια ως μια «οπισθοδρομική δράση, ακόμα λασπωμένη με το μεγαλοϊδεάτικο βούρκο και βρομισμένη από την εμφυλιοπολεμική δυσωδία, (που) ακόμα βυζαίνει στο μεταξικό βυζί και πίνει χουντικό καλλιμαρμάρειο ξινόγαλο».

Σκληρές κρίσεις αν και όχι εντελώς αδικαιολόγητες, από ανθρώπους που αναζητούν στη ζωή τους την καλαισθησία και την αλήθεια. Εντούτοις θα διαφωνήσω μαζί τους ως προς την χρησιμότητα και την κρίση τους περί της αισθητικής αυτών των δράσεων. Όταν στις διάφορες «γιορτές» συμμετέχουν πάνω από δυο χιλιάδες άνθρωποι, γλεντούν και διασκεδάζουν, βρίσκουν την ευκαιρία να συναντηθούν και να αναφερθούν σε ένα –έστω– «φαντασιακό» και καθαγιασμένο παρελθόν είτε πρόκειται για «παραδοσιακό» είτε για «εθνικό», τότε αυτό ΕΙΝΑΙ λαϊκός πολιτισμός. Έχει την ομορφιά του, δημιουργεί προσωπικές αναμνήσεις, συγκροτεί συλλογικές μνήμες. Διευκολύνει την επικοινωνία, φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά, ενώνει οικογένειες.

Εξ άλλου δεν είναι μόνο αυτού του είδους οι πολιτιστικές εκδηλώσεις του καλοκαιριού. Για παράδειγμα, είχα την τιμή να με καλέσουν να εκφωνήσω τον πανηγυρικό της ημέρας στη Χρύσω, επί τη ευκαιρία του εορτασμού της ομώνυμης μάχης το Δεκέμβρη του 1942. Εκεί δεν υπήρχαν ούτε πανηγύρια, ούτε φουστανέλες, ούτε φέσια. Έχοντας υπηρετήσει ως δάσκαλος πριν από 25 χρόνια δέχθηκα με χαρά – ήταν ευκαιρία να δω και κάποιους παλιούς φίλους, από τους ελάχιστους που απόμειναν στο χωριό των 20 μόνιμων κατοίκων. Μαζευτήκαμε λοιπόν, καμιά πενηνταριά άνθρωποι και κάναμε ένα μνημόσυνο στους 7 εκτελεσθέντες από τους Ιταλούς ήρωες.

Μια τελετή τόσο λιτή που συγκλόνιζε. Κάτω από τον καυτό καλοκαιριάτικο ήλιο, οι παριστάμενοι, ασκεπείς, προσευχηθήκαμε για τις ψυχές και την αιώνια μνήμη των πεσόντων. Όλοι έχουμε βρεθεί σε παρόμοιες περιστάσεις όπου γίνονται καταθέσεις στεφάνων, τηρείται σιγή ενός λεπτού και ανακρούεται ο εθνικός ύμνος. Όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση το βίωμα ήταν απίστευτο. Ο «εκπρόσωπος των οικογενειών των θυμάτων» που κατέθεσε στεφάνι ήταν ο γιος ενός από τους εκτελεσθέντες! Περισσότερο «εκπρόσωπος» δεν γίνεται! Ο ήχος του επιβλητικού βηματισμού του δημάρχου και του τοπικού προέδρου καθώς προχωρούσαν προς το μνημείο, η σκόνη που σήκωναν τα βήματα, η στάση προσοχής, η τιμητική υπόκλιση δεν είχε τίποτε το επιτηδευμένο, τίποτε το αποξενωμένο. Και μιλάμε για ένα μνημείο όχι σε πλατεία, αλλά στη μέση του πουθενά, στον τόπο της θυσίας μακριά από κωδωνοκρουσίες και την «πολλή συνάφεια των ανθρώπων».

Το παράγγελμα «ενός λεπτού σιγή», δημιούργησε όντως τις συνθήκες για απόλυτη σιωπή, μια ευκαιρία για στιγμιαία αναπόληση των ζωών που χάθηκαν πρόωρα και άδικα, αν και όχι μάταια. Η σιγή ήταν χειροπιαστή, είχες την αίσθηση ότι και τα τζιτζίκια σταμάτησαν, κι ο αέρας έπαψε να θροΐζει στις φυλλωσιές. Ο δε εθνικός ύμνος που τον ψάλλαμε όλοι μαζί, ο καθένας με τη δική του παραφωνία αποδείχθηκε τόσο μελωδικός που ξεσήκωσε συναισθήματα έντονου πατριωτισμού και εθνικής υπερηφάνειας, μακριά από οποιαδήποτε εθνικιστική έξαρση ή μισαλλοδοξία.

Κι ύστερα ήταν η περιήγηση. Με τον απερχόμενο τοπικό πρόεδρο Ηλία Καρανίκα να μας ξεναγεί στα μονοπάτια και τη «βόλτα» του χωριού. Να μας δείχνει με περηφάνια τα έργα των «χειρών» του, κάποια ψηφιδωτά γνήσιας λαϊκής τέχνης, κάποια δημοτικά έργα από την περίοδο της θητείας του. Βαθύσκιωτα πλατάνια, γάργαρα νερά, πηγές ολοκάθαρες, πέτρες που πάνω τους έχουν αποτυπωθεί τα δράματα του παρελθόντος, που αποτυπώνεται η αγωνία του παρόντος, που αναμένουν να αποτυπωθεί η ανθρώπινη παρουσία του μέλλοντος.

Ήταν λοιπόν κι αυτή μια από τις εκδηλώσεις που αποτελούν τμήμα της «άυλης πολιτισμικής μας κληρονομιάς» που λένε οι λαογράφοι. Όπως ήταν και η βιβλιοπαρουσίαση της Βιολέτας Χασάνου στην Άμπλιανη ή του Δημήτρη Ευαγγελοδήμου στον Άγιο Ανδρέα. Κι αυτές είναι μόνο οι εκδηλώσεις που είχα την ευκαιρία να πάω εγώ. Γιατί παρόμοιες έγιναν και στην Αγία Τριάδα και στ’ Άγραφα και σχεδόν σ’ όλα τα χωριά του νομού μας. Ο οποίος ψυχορραγεί μεν, εξακολουθεί όμως να είναι ζωντανός και να παράγει πολιτισμικό προϊόν. Ένα προϊόν που είναι λογικό να εμπεριέχει και την «κακογουστιά» (όπως την αντιλαμβάνονται κάποιοι) αλλά και την σεμνότητα και την ποιότητα που ενυπάρχουν σε μια βιβλιοπαρουσίαση, σε μια πνευματική εκδήλωση, σε ένα ιστορικό μνημόσυνο.

Η ζωή δεν είναι άσπρο - μαύρο, και κυρίως το γούστο του καθενός δεν μπορεί να αποτιμηθεί με οποιαδήποτε αντικειμενικά μέτρα και σταθμά. Αν κάτι δεν μας εκφράζει αισθητικά μπορούμε απλά να μην το παρακολουθήσουμε. Κανείς όμως δεν μας δίνει το δικαίωμα να το επικρίνουμε με βάση την προσωπική μας αισθητική η οποία επίσης για τον ίδιο λόγο δεν μπορεί να αποτιμηθεί.

(Φωτο αρχείου από παλαιότερη εκδήλωση μνήμης στο Νιμάτι της Χρύσως Αγράφων)