Χαράματα ξεκίνησα
με της αυγής δροσούλα
και πήγαινα σιγά σιγά
ν’ ανέβω τη ραχούλα
Το αεράκι του βουνού
χάιδευε τα μαλλιά μου
και γω κοιτώ χαρούμενη
τη φύση ολόγυρά μου
Κρυμμένα μες στις φυλλωσιές
ακούω τα πουλάκια
που κελαηδούν αδιάκοπα
σαν να μου λεν λογάκια
-Που πας κυρά με την αυγή
στο δάσος μοναχή σου;
παρέα θα σου κάνουμε
να χαίρεται η ψυχή σου
Πιο πάνω ΄κει συνάντησα
μικρούλι ποταμάκι
που είχε γάργαρο νερό
σκύβω πίνω λιγάκι
Και κει που εγώ χαρούμενη
στο δάσος περπατάω
ακούω λυπητερή φωνή
φοβάμαι και λυγάω
Συνέχισα τα βήματα
δειλά και φοβισμένα
κι ακούω πάλι μουγκρητά
πικρή μου μπήκε έννοια
Σε λίγο τι συνάντησα;
μια φρικτή εικόνα
που θα θυμάμαι όσο ζω
μπορεί κι έναν αιώνα
Μια αγελάδα η άμοιρη
γέννησε το μικρό της
κι ο λύκος της το λιάνισε
Φωνάζει απ’ τον καημό της
Στα πόδια της το κράταγε
νεκρό, διαμελισμένο
να το ξυπνήσει ήθελε
μ’ αυτό ήταν πεθαμένο
Με κοίταζε κατάματα
μου ζήταγε βοήθεια
να το σηκώσω μου ‘λεγε
να το βάλει στα στήθεια
Να το θηλάσ’ η άμοιρη
έτσι μήπως το σώσει
απ’ το μεγάλο τραύμα του
θέλει να το γλιτώσει
Με πήρανε τα κλάματα
κι έφυγα τρεχάτη
μ’ αυτό που ’δαν τα μάτια μου
μα πώς να βγάλω άκρη;
Όπου γεμίσαν τα βουνά
με πεινασμένους λύκους
ρημάξανε τα ζωντανά
θα φαν και τους κατοίκους
Μανούλα είναι σκέφτηκα
πονάει η καρδιά της
της πήραν το παιδάκι της
μέσα απ’ την αγκαλιά της