Μια ιστορία θα σας πω
από τα περασμένα
που στην ψυχή με άγγιξε
πολύ βαθιά εμένα
Μια κόρη νιό αγάπησε
και κείνος τήνε θέλει
και ο έρωτάς τους ήτανε
με ζάχαρη και μέλι
Ήταν όμως πολύ σκληρό
από την κοινωνία
άμα δεν παντρευόντουσαν
το’ χανε αμαρτία
Γι΄ αυτό κι η κόρη μίλησε
μια μέρα στον καλό της
έκλαψε με παράπονο
γιατ’ είχε τον καημό της
-Γιώργο μου έλα να χαρείς
σύρε να με ζητήσεις
στο σπίτι από τον κύρη μου
νυφούλα να με ντύσεις
Ο Γιώργος ήταν ορφανός
και μέσα στη μιζέρια
το μόνο του το αγαθό
ήταν τα δυο του χέρια
Ντρεπότανε ο δύστυχος
όμως το βράδυ πήγε
στο σπίτι της και τη ζητά
μα απάντηση δεν πήρε
Ένα χωράφι ζήτησε
να το καλλιεργούνε
να το δουλέψει ο άμοιρος
και όμορφα να ζούνε
Είχε χωράφια ο κύρης της
ήτανε νοικοκύρης
όμως τα’ χε για πάρτη του
σκληρός καραβοκύρης
Σοφία μου είμαι φτωχός
δεν έχω να σε ζήσω
φτωχός είμαι και ορφανός
νυφούλα να σε ντύσω
(α' μέρος. Συνεχίζεται…)