Έχασα σπίτι κι αγαθά
χάνω και τη δουλειά μου
έμεινα ολομόναχος
παρέα τη μοναξιά μου
Πέστε μου που’ ναι οι φίλοι μου
που είναι οι κολλητοί μου
που βγαίναμε και τρώγαμε
και πίνανε μαζί μου
Με βρήκανε οι συμφορές
κι έμεινα μοναχός μου
όλοι μ’ απαρνηθήκανε
κανένας στο πλευρό μου
Μάνα, φωνάζω δυνατά
έλα να με προλάβεις
τον πόνο μου να σου ειπώ
συ θα με καταλάβεις
Τρίζουν τα κοκαλάκια της
της μάνας μου στον Άδη
σηκώθηκε και μίλησε
μέσα απ’ το σκοτάδι
Γιόκα μου τώρα είν’ αργά
σε πήρε η κατηφόρα
έμπλεξες γιόκα μ΄ στο πιοτό
καταραμένη η ώρα
Λεβέντη μου σου τα’ λεγα
που παν’ οι συμβουλές μου;
στον άνεμο σκορπίστηκαν
οι δέκα εντολές μου
Και τότε εγώ θυμήθηκα
της μάνας μου τα λόγια
που βερεσέ τα άκουγα
κι έπινα στα κατώγια
«Ευχή γονιού αγόραζε
και στα βουνά περπάτα
και των γονιών τις συμβουλές
τα λόγια τούτα κράτα»*
*Αυτή τη συμβουλή μου την έλεγε και μου τη λέει ακόμα ο πατέρας μου