Ο Γιάννος εξεκίνησε
να πάει να κυνηγήσει
να πάει να βρει την πέρδικα
να ελαφοκυνηγήσει
Αρπάζει το ντουφέκι του
και τα λαγωνικά του
όπου περνάει τρέμ΄ η γη
βροντούν τα χαϊμαλιά του
Φυσάει τρελά ο άνεμος
τα νέφ’ αναχαιτίζει
του Γιάννου τα σγουρά μαλλιά
ανάλαφρα ανεμίζει
Ο Γιάννος είναι μορφονιός
ωραίο παλικάρι
έχει το μάτι του αητού
και πρόσωπο φεγγάρι
Με γρήγορη περπατησιά
τρέχει σαν το ζαρκάδι
οι νιές όλες τον θέλανε
να γίνουνε ζευγάρι
Η πέρδικα τον νοιάστηκε
μαζεύει τα πουλιά της
ξέρει του Γιάννου την ορμή
τα κρύβει στη φωλιά της
Τρέχει στους βράχους και λαλεί
και τέτοια λόγια λέει:
-Μην ξημερώσει η αυγή
ποτέ-ποτέ μη φέξει
Κρύψου αστεράκι της αυγής
φεγγάρι να μην φέγγει
να σκοταδιάσει, να κρυφτεί
κι ο κυνηγός να φεύγει
Ανάθεμά σε κυνηγέ
και τα λαγωνικά σου
πέρσι μου πήρες τα πουλιά
και τα’ κανες δικά σου
Φέτος πήρες το ταίρι μου
σπάραξε η καρδιά μου
τώρα τι θέλεις; Τι ζητάς;
να πάρεις τα παιδιά μου;
Πιάνει κι αστράφτει ο ουρανός
έρχεται μαύρη μπόρα
γρήγορα φεύγει ο κυνηγός
καταραμένη ώρα!
Όμως γλιτώνει η πέρδικα
για μια φορά ακόμα
και κελαηδεί μες τις πλαγιές
σα να΄ ναι ουράνιο δώμα