Σάββατο, 20 Απριλίου 2024

ev media-logo

Ο Θεοφάνης Παναγιωτόπουλος γράφει για τη συγγραφέα Τάνια Θεοδοσίου

Η συγγραφέας Τάνια Θεοδοσίου γεννήθηκε σε μια επαρχιακή πόλη. Απ’ τον πρώτο χρόνο μόλις της ζωής της, βρέθηκε στην Αθήνα όπου και μεγάλωσε στους κόλπους μιας παραδοσιακής οικογένειας. Ολοκληρώνοντας το Λύκειο, συνέχισε σπουδάζοντας αρχιτεκτονικό σχέδιο και διακόσμηση. Γνωρίζει Αγγλικά και Ιταλικά.796

‘’Οι Ανυφάντρες της Μοναξιάς’’, είναι το τέταρτο βιβλίο της. Aπ’ τις εκδόσεις ΙΑΜΒΟΣ κυκλοφορούν επίσης και άλλα δύο βιβλία της: ‘’Το Κρυστάλλινο Δάκρυ του Φεγγαριού’’ και ‘’Το Φιλί της Καρδιάς’’ κι απ’ τις εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ, ‘’Το άρωμα της Μανόλιας’’.

Περίληψη οπισθόφυλλου

"Οι Ανυφάντρες της Μοναξιάς"

Στενά ανέτειλε ο ήλιος της ζωής της Λαβίνια. Από πολύ νωρίς γεύτηκε την μίζερη επίδραση της μοίρας που την στιγμάτισε. Κι αργότερα στην εφηβεία, βρέθηκε αυτοεξόριστη να περιπλανιέται σε μια πόλη ξένη, όταν το ψέμα κάηκε κάτω από το εκτυφλωτικό το δυνατό φως της αλήθειας! Ήταν ένα ψέμα που δεν την αφορούσε άμεσα που όμως της κατάστρεψε τη ζωή πριν καλά, καλά αρχίσει. Το κουβαλούσε σαν μόνη αποσκευή της στον μοναχικό της ταξίδι στον κόσμο της ξενιτιάς της και του άγνωστου, όπου τελικά έμελε να γίνει ο τρόπος για να στήσει η μοναξιά τον ιστό της γύρω από την ζωή και τα όνειρά της.

Τσακισμένη, ολομόναχη, προσπαθούσε να κατανοήσει μέσα από τον καθημερινό της αγώνα για επιβίωση την πολυπλοκότητα της ζωής. Πάνω που άρχιζε να συνηθίζει την νέα πραγματικότητα, βρέθηκε και πάλι παγιδευμένη από την μοίρα. Κάποιοι την επιφόρτισαν να παραδώσει εν αγνοία της ένα επικίνδυνο πακέτο στο Νόρθλαντ Χάους. Ένα δήθεν δώρο γενεθλίων όπου προοριζόταν για τον Κόντε Λάνσαϊρ που όμως, ήταν άρρηκτα δεμένο μ’ ένα γκρίζο κι ένοχο παρελθόν. Έμεινε στην συνέχεια αιχμάλωτη του Ίαν Λάνσαϊρ γιου του Κόντε που δεν πίστεψε στην αθωότητά της, μέχρι να ομολογήσει την ενοχή της και να φανερώσει τον συνεργό της. Κάποιος, κάποιοι; Της έκλεψαν μέρες απ’ την ζωή της και την ανάγκασαν να ζει εξόριστη, ανάμεσα σε άγνωρα για εκείνην πρόσωπα με όλα εκείνα που έζησε να σέρνονται μέσα της εξόριστα και σκορπισμένα.

Τι να κρυβόταν πίσω απ’ αυτήν την αιχμαλωσία της άραγε; Το βαρύ παρελθόν που κουβαλούσε; Η ανάγκη να βρεθεί οπωσδήποτε κάποιος ένοχος; Το μίσος που σαν ίσκιος πλανιόταν παντού ολόγυρα; Ή ήταν μήπως ο έρωτας που γύρευε άλλοθι;

Ή τίποτα απ’ όλα αυτά κι ήταν μια τυχαία παρεξήγηση κι εκείνη έμενε ολομόναχη, δεμένη στο πυκνό δίχτυ που της είχαν πλέξει σφιχτά, πολύ σφιχτά οι Ανυφάντρες της μοναξιάς;