Πέμπτη, 25 Απριλίου 2024

ev media-logo

Παρεμβαίνοντας έγκαιρα στον αυτισμό. Άρθρο του ΚΔΑΠ ΜΕΑ για τη σημερινή (2/4) Παγκόσμια Ημέρα Αυτισμού

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Αυτισμού, στις 2 Απριλίου, το ΚΔΑΠ ΜΕΑ «Ανεμώνη», δομή της ΕΚΕΠΠΠΑΔΗΚ του δήμου Καρπενησίου, απέστειλε το παρακάτω άρθρο. Έχει τίτλο: «Η σημασία της πρώιμης παρέμβασης για τη θεραπευτική αντιμετώπιση των Διαταραχών Αυτιστικού Φάσματος», με συντάκτρια την ψυχολόγο του Κέντρου, κα Κλέσιορα Μαρία.autismos-arxeio1

 

ΑΡΘΡΟ

Ο αυτισμός είναι μία σύνθετη νευροβιολογική διαταραχή που διαρκεί καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής του ατόμου και εμφανίζεται σε όλες τις φυλετικές, εθνικές και κοινωνικές ομάδες. Το άτομο με αυτισμό έχει δυσκολίες στην ικανότητά του να αναπτύσσει κοινωνικές σχέσεις, να επικοινωνεί με τους άλλους καθώς και εκδηλώνει επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές. Τα παραπάνω συμπτώματα μπορεί να ποικίλουν από πολύ ήπια έως αρκετά σοβαρά, και λόγω αυτής της ¨ποικιλίας¨ στον τρόπο και στη βαρύτητα εκδήλωσης των συμπτωμάτων, τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιείται ο όρος «Διαταραχές στο Φάσμα του Αυτισμού»(ASD). Συχνά ο αυτισμός συνυπάρχει με άλλες διαταραχές όπως η νοητική καθυστέρηση, επιληπτικές κρίσεις κ.α.. Σήμερα, 1 στα 111 άτομα διαγιγνώσκονται με Διαταραχές στο Φάσμα του Αυτισμού, καθιστώντας την εμφάνιση αυτής της ομάδας διαταραχών πιο συχνή σε σχέση με άλλες διαταραχές όπως ο παιδικός καρκίνος, το σύνδρομο DOWN, ο διαβήτης και το AIDS. Η γενική συνέλευση του ΟΗΕ θέσπισε την Παγκόσμια Ημέρα Αυτισμού, η οποία γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 2 Απριλίου.

Η διάγνωση των Διαταραχών Αυτιστικού Φάσματος μπορεί να γίνει με αξιοπιστία από την ηλικία των 3 ετών (DSM). Όμως είναι πλέον γνωστό ότι μέσα από την προσεκτική παρατήρηση τα βρέφη από την ηλικία των έξι μηνών δείχνουν τα πρώτα σημάδια της διαταραχής: μειωμένη επαφή με τα μάτια, έλλειψη ενδιαφέροντος για το περιβάλλον, μειωμένη συμμετοχή, επαναλαμβανόμενες κινήσεις, και εν γένει έλλειψη επικοινωνίας με τους ανθρώπους που το φροντίζουν.

Συνήθως οι γονείς είναι αυτοί που παρατηρούν πρώτοι την ασυνήθιστη συμπεριφορά στο παιδί τους ή την αδυναμία του να αναπτύξει τις ικανότητες που θεωρούνται αναμενόμενες για την ηλικία του. Πολλοί γονείς δεν απευθύνονται στους ειδικούς, παρόλο που έχουν παρατηρήσει τα παραπάνω πρώιμα σημάδια, είτε γιατί αρνούνται ότι το παιδί τους αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα, είτε γιατί ανησυχούν ότι θα ¨κολλήσει¨ στο νήπιο η ταμπέλα του «προβληματικού». Έτσι πολλά παιδιά δεν υφίστανται κανενός είδους παρέμβαση πριν από την ηλικία των δύο ή τριών ετών, παρόλο που νέες μελέτες δείχνουν ότι η θεραπεία σε πρώιμη φάση μπορεί να είναι το κλειδί για την εξάλειψη των συμπτωμάτων μακροπρόθεσμα.

Η πρώιμη παρέμβαση στοχεύει στην εύρεση των τρόπων, τεχνικών και συνθηκών, οι οποίες θα βοηθήσουν το παιδί με Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος να αναπτύξει στο μέγιστο τις ικανότητές του και να είναι όσο το δυνατόν πιο λειτουργικό μέσα στην οικογένεια και αργότερα στο σχολικό και κοινωνικό του περιβάλλον. Η εφαρμογή της πρώιμης παρέμβασης αρχίζει από τη στιγμή της διάγνωσης και συνεχίζεται μέχρι το παιδί να ξεκινήσει την υποχρεωτική σχολική εκπαίδευση. Για να είναι επιτυχής δε θα πρέπει να περιορίζεται μόνο στο ίδιο το παιδί, αλλά θα πρέπει να περιλαμβάνει τους γονείς, την οικογένειά και το ευρύτερο περιβάλλον του.

Η πρώιμη παρέμβαση μπορεί να βοηθήσει:

• Το παιδί με Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος, στην αντιμετώπιση δυσκολιών στο γνωστικό τομέα, στον τομέα της επικοινωνίας του με τους άλλους, καθώς και στην ανάπτυξη πιο ευέλικτων συμπεριφορών.

• Τους γονείς, να αποδεχτούν τις δυσκολίες του παιδιού τους, να αντιμετωπίσουν τα συναισθήματα που τους προκαλούνται από την κατάσταση που βιώνουν, να είναι ενήμεροι και να συμμετέχουν στο θεραπευτικό πρόγραμμα του παιδιού, να παρέχουν στο παιδί μια ισορροπημένη ανατροφή κατανοώντας και καλύπτοντας τις ιδιαίτερες ανάγκες του.

• Την κοινωνία, στην αποδοχή του δικαιώματος των ατόμων με Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος στην εκπαίδευση και υποστήριξη μειώνοντας έτσι την πιθανότητα δημιουργίας ¨εξαρτημένων¨ ατόμων.

Καθώς κάθε άτομο με Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος είναι διαφορετικό και επομένως χρήζει διαφορετικής παρέμβασης, δεν είναι ακόμη σαφές ποιες παρεμβάσεις είναι περισσότερο αποτελεσματικές για κάθε παιδί με αυτή τη διαταραχή. Όμως οι έρευνες δείχνουν πως όταν η πρώιμη παρέμβαση γίνεται με εντατικό ρυθμό, μέσα στο κατάλληλο εκπαιδευτικό σκηνικό και για 2 τουλάχιστον χρόνια κατά την προσχολική ηλικία, μπορεί να οδηγήσει σε θεαματικές βελτιώσεις και σημαντικές αλλαγές στη συμπεριφορά και την επικοινωνία του ατόμου (Παπαγεωργίου, 2004).Είναι πολύ σημαντικό λοιπόν για τους γονείς να αποδεχτούν όσο το δυνατόν γρηγορότερα τη διάγνωση και να απευθυνθούν σε εξειδικευμένους και έμπειρους ειδικούς, για να προλάβουν να επωφεληθούν στο μέγιστο από τις υπάρχουσες θεραπευτικές προσεγγίσεις επιλέγοντας αυτήν που είναι καταλληλότερη για τη δική τους περίπτωση.

 

 

Κλέσιορα Μαρία

Ψυχολόγος του ΚΔΑΠ-ΜΕΑ «Ανεμώνη»