Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024

ev media-logo

Ο Θεοφάνης Λ. Παναγιωτόπουλος γράφει για τον ποιητή Γιάννη Ζαραμπούκα

Λίγα λόγια για τον ποιητή:

Ο Γιάννης Ζαραμπούκας γεννήθηκε στη Νυρεμβέργη, μεγάλωσε στη Λάρισα, ενώ κατάγεται απ’ την Κοζάνη. Σπουδάζει στο ΑΤΕΙ Αθήνας, στο τμήμα της Εργοθεραπείας. Κάνει ταξίδια διαβάζοντας και χτίζει τους δικούς του κόσμους γράφοντας. Όνειρο του να δημιουργήσει τα δικά του λογοτεχνήματα. Διατηρεί τη διαδικτυακή λογοτεχνική σελίδα Vivlia4U και το αντίστοιχο blog, ενώ έχει συνεργαστεί με το λογοτεχνικό blog koukidaki και την ιστοσελίδα.832-1-0

Αυτή την περίοδο συνεργάζεται με την ιστοσελίδα tetragwno.gr όπου φιλοξενούνται άρθρα του για βιβλία. Εργάζεται στο Βιβλιοχαρτοπωλείο Άνεμος στην Λάρισα, ενώ δραστηριοποιείται γύρω απ' τον χώρο του βιβλίου, λαμβάνοντας μέρος σε ποικίλες δράσεις. Την περίοδο αυτή έχει δημιουργήσει την ΛΕΣΧΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ ΕΝΗΛΙΚΩΝ «Ψηλαφώντας τον κόσμο μέσα απ' τους συγγραφείς του». «Το αναπόφευκτο της μοναξιάς» είναι η πρώτη του ποιητική συλλογή, η οποία αυτή τη στιγμή βρίσκεται στην β' ανατύπωση, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πνοή.

Δείπνο για δύο

Νύχτωσε νωρίς.

Τα χρυσάνθεμα

-κομμενα απο καιρό-

στο βάζο έχουνε πια στεγνώσει.

Τραπέζι έστρωσα για δυό!

Ευθυτενής και ατσαλάκωτος σχεδόν,

στεκομαι στην ακρη της καρέκλας.

Σε περιμενω.

Βήματα ακούω

ανεβαίνουν τα σκαλιά.

Πόρτες ανοιγοκλείνουν τρίζωντας.

Μα εσύ, πουθενά!

Η ελπίδα μπαγιάτεψε στο πιάτο.

Την καρφώνω με το πιρούνι,

σαδιστικά αργά

την τεμαχιζω.

Υστερα,

λαίμαργα τη μασώ

και τη φτύνω πίσω.

Στυφή η γεύση της.

Στυφή κι η διαπίστωση πως

δεν φάνηκες κι απόψε.


Κουκούλια Λήθης

(από τη συλλογή «Το αναπόφευκτο της 

μοναξιάς», εκδόσεις ΠΝΟΗ)

Το κασμιρένιο παλτό

για μέρες έλειπε από την κρεμάστρα.

Η ντουλάπα αδειανή

και στο δωμάτιο μέσα

έκανε μια ψύχρα.

Σκόνη γύρω,

κι όνειρα αφυδατωμένα,

και ένα μαζί γεμάτο ξέφτια

κουρελιασμένο,

ένας σωρός όλα,

κρυμμένος κάτω απ’ το κρεβάτι.

Και μια αράχνη

άχρωμη, διάφανη σχεδόν

κουκούλια λήθης ύφαινε,

διακριτικά μέρα τη μέρα,

τις αναμνήσεις να τυλίξει.

Για να ξεχάσει η ψυχή,

το τραύμα της να κλείσει.

 
 

Στην κρεβατοκάμαρα

Σ' όλα τα δωμάτια είχε ξαστεριά. Μόνο στην κρεβατοκάμαρα έβρεχε. Έλειπες. Σε τσίγκινους κουβάδες μάζευα βροχή και απουσία. Εθελοτυφλούσα πάλι, πάντα εθελοτυφλούσα.

Η νύχτα έφευγε, έμενε η βροχή. Καρφιά οι σταλαγματιές. Το δωμάτιο γέμισε βροχή και απόγνωση. Βούλιαξε το κρεβάτι. Κι εγώ ναυαγός που είχε λησμονήσει να κολυμπά. Έλειπες...

Κι εγώ να μην έχω να πιαστώ από κάπου. Είχες φύγει από χρόνια... Πια η μορφή σου θαμπωμένη. Σκαρφάλωσα σε μια καρέκλα. Βούλιαξε κι αυτή. "Τώρα είναι η ευκαιρία σου..." μου φώναξα. Κρεμάστηκα από το καλώδιο της λάμπας. Αργότερα, σαν θα 'χε πια μεσημεριάσει, θα μ' έβρισκαν μούσκεμα από βροχή, σ' ένα δωμάτιο που είχε στεγνώσει από μνήμες.