Τρίτη, 23 Απριλίου 2024

ev media-logo

«Ασφόδελοι και Κυπάρισσοι» ποιήματα και θρήνοι. Γράφει ο Θεοφάνης Λ. Παναγιωτόπουλος

Η ποιητική συλλογή «Ασφόδελοι και Κυπάρισσοι» της Σοφίας Πόταρη είναι ένα ιδιαίτερο λογοτεχνικό έργο. Το βιβλίο αποτελείται από ποιήματα και θρήνους με βασικό μοτίβο τον θάνατο, όπως μαρτυρά εξάλλου και ο τίτλος της συλλογής «Ασφόδελοί» το οποίο ήταν φυτό που σύμφωνα με τους αρχαίους ήταν η τροφή των νεκρών και «Κυπάρισσοι» όπου οι πρόγονοι μας μετά τον θάνατο ενός αγαπημένου τους προσώπου, κρεμούσαν κλωνάρια κυπαρισσιού έξω από τις πόρτες τους ή στόλιζαν με αυτά τα σώματα των νεκρών. Το πρώτο μέρος αποτελείται από ποιήματα ενώ το δεύτερο από τους θρήνους – μοιρολόγια. Ο λόγος είναι λιτός και πυκνός. Βασικές έννοιες γύρω από τις οποίες πλάθει την ποιητική της είναι ο ανθρώπινος πόνος, ο χαμός προσφιλών προσώπων, ο ερεβώδης έρωτας, τα ονειροπούλια κι ο θάνατος.836

Λίγα λόγια για την ποιήτρια: Η Σοφία Πόταρη γεννήθηκε στην Καλαμάτα Μεσσηνίας. Είναι πτυχιούχος του Παιδαγωγικού Τμήματος και της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. Εργάστηκε στην ιδιωτική εκπαίδευση και κατοικεί μόνιμα στην Θεσσαλονίκη. Έχει εκδώσει μια ακόμη ποιητική συλλογή με τον τίτλο “Δηλητήριο σε μέλι” από τις εκδόσεις ΝΗΣΙΔΕΣ το 2016.

Φθινόπωρο

Ριγούν τα φύλλα μες στου κήπου 

   την εσπερινή δροσιά

στο νοτισμένο χόρτο της 

   αγκάλης του ριγμένα

φεύγουνε όπως τα παιδιά, 

   με απορία στην ματιά

κι ωχρά σιωπούν

   σ’ αγαπημένα χέρια αφημένα

αθώα κι όμορφα πολύ

   είναι τα φύλλα τα νεκρά

καθώς τα κλαίει 

   το σιγηλό του δειλινού αγέρι

όπως της μάνας το φιλί

   στα χείλη πάνω τα χλωμά

του σπλάχνου της, 

   που ξεψυχά, μικρούλι περιστέρι

γλυκά π’ αφήνονται να κοιμηθούν 

   σε στολισμένο μνήμα!

κι αν η χαρά είν’ ο θάνατος

   κι ο θάνατος χαρά

της ωραιότητας πιασμένα

   ακολουθούν το νήμα

πεθαίνουν, σαν παιδιά, 

   στου γαλανού την αγκαλιά.

 

Της μάνας

Εσύ πουλί, μικρό πουλί,

   μαύρο μου κοτσυφάκι

που κελαηδείς τ’ απόβραδο

   για τους αποθαμένους

και βάνεις τέχνη ζηλευτή

   και τη γλυκιά λαλιά σου

και σαν τραγούδι αρχινάς

   για τον καημό της ζήσης

κλαίνε ραχούλες και βουνά,

   γκρεμνοί και κορφοβούνια

σύρε σιγά και ταπεινά,

   μαύρο μου κοτσυφάκι

να ροβολήσεις το στρατί

   που πάει στον κάτω κόσμο

και νά ’βρεις τη μανούλα μου

   μαυρομαντιλωμένη

δώσ’ της κλωνί βασιλικό

   και χώμα απ’ το περβόλι

στον κόρφο της να το κρατεί

   κι εμένα να θυμάται

 

Το πουλί

Όταν το σούρουπο

   γλυκά ψυχορραγεί

κι η νύχτα το βελούδο της απλώνει

ένα πουλί παράξενο σιμώνει

δεν ξέρω από πού έρχεται

   ή για πού κινεί

κομμάτι σίδερο τα μάτια του βαρύ

κι έτσι όπως ήσυχο κοντοζυγώνει

λύπη βαθιά το στήθος μου

   πληγώνει

μα κείνο μόνο με κοιτά

   και δεν μιλεί

ρούχο η σιωπή μου μαύρο, 

   βολεμένη

στο γκρίζο δέντρο,

   με τρυπά σκληρή αγκαθιά

με πνίγει, αγκαλιά φαρμακωμένη

ένα παράξενο πουλί

   έχω συντροφιά

σαν από μένα κάτι να προσμένει

τώρα που τίποτα δεν περιμένω πια.