Κάπου στα χρόνια τα παλιά
επί Τουρκοκρατίας
που οι ραγιάδες ζούσανε
μέσα στην τυραννία
τις κοπελιές τις όμορφες
τις παίρναν στα χαρέμια
που οι Αγάδες τις χαιρόντουσαν
κάναν μεγάλα γλέντια
Μια χήρα είχ’ οχτώ παιδιά
και μία θυγατέρα
που ολημερίς την έκρυβε
να μην τη δει η μέρα
Η κόρη όμως βαρέθηκε
κλεισμένη μες στο σπίτι
μια μέρα έφυγε κρυφά
για να χαρεί τη φύση
Στο δρόμο που περπάταγε
απ΄ τα δέντρα τα πουλάκια
τη βλέπαν και χαιρόντουσαν
της λέγαν τραγουδάκια
Η φύση όλη μοσχοβολά
απ΄ τα πολλά λουλούδια
κι η κόρη ξετρελάθηκε
και λέει γλυκά τραγούδια
Αμέριμνη περπάταγε
παρέα το τραγούδι
η κόρη μας η όμορφη
αγνή σαν αγγελούδι
Μπροστά της ξεπροβάλανε
Τούρκοι καβαλαραίοι
γρήγορα την αρπάξανε
τρόμαζ΄ η κόρη, κλαίει
Στ’ άλογο την καθίσανε
και στον Αγά την πάνε
την βάζει στο χαρέμι του
πίσω δεν την γυρνάνε
Η μάνα από τον πόνο της
χάνει τα λογικά της
μαλλιοτραβιέται η άμοιρη
μοιρολογάει στις στράτες
Που πάει τ΄ αστέρι της αυγής
που χάθη και δεν βγαίνει;
σαν έβγαιν’ έλαμπ’ ουρανός
κι όλη η οικουμένη
Χάθηκες αστεράκι μου
πονάει η καρδιά μου
μέσα μου γκρεμιστήκανε
όλα τα όνειρά μου
χάροντα έλα να με βρεις
βιάσου για δεν αντέχω
έχασα τ’ αστεράκι μου
σαν τι ζωή να έχω;
(Εικόνα: πίνακας του Εδουάρδου Ντόντγουελ: Παρθενώνας 1821)