Τρεις αντρειωμένοι κίνησαν
να βγουν από τον Άδη
πάνω στη γη ν΄ ανέβουνε
ν΄ αφήσουν το σκοτάδι
Να παν να δουν τον τόπο τους
να δουν και τα λημέρια
που άδικα τα πήρανε
τα Τούρκικα τ’ Ασκέρια
Να δούνε τη μανούλα τους
που μέρα νύχτα κλαίει
τον πόνο της στην Παναγιά
ολημερίς να λέει
Δέσποινα εσύ αγνή κυρά
πάρε και εμέ κοντά σου
ν΄ ανέβω κει στους ουρανούς
που’ ναι πολλά παιδιά σου
Μέσα σε όλα τα παιδιά
είναι και τα δικά μου
ο χάροντας μου τα΄ κλεψε
και σπαρταράει η καρδιά μου
Εκεί που ετοιμαζόντουσαν
να βγουν από τον Άδη
κόρη ξανθή τους φώναξε
που’ χε χρυσό φουστάνι
-Λεβέντες, παλικάρια μου
βγάλτε μ’ απ΄ το σκοτάδι
ν΄ ανέβω πάνω κει στη γη
να φύγ’ από τον Άδη
-Κόρη μ’ τα ρούχα που φοράς
τα χρυσοκεντημένα
και τα μακριά σου τα μαλλιά
κι αυτά χρυσοπλεγμένα
θα λαμπυρίζουνε τρελά
μες το πυκνό σκοτάδι
και θε να μας προδώσουνε
να βγουμ’ από τον Άδη
-Βγάζω τα ρούχα που φορώ
και τα μαλλιά τα κόβω
για να μπορέσω ν΄ ανεβώ
κει στον απάνω κόσμο
Να δω τον νιό τον άντρα μου
ποια να τον καμαρώνει
και τα μικρά παιδάκια μου
ποια μάνα τα μαλώνει…