Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024

ev media-logo


«Ερμεία επίθετα». Ο Διονύσης Παρούτσας γράφει για το πώς μπορεί να αναστραφεί η πορεία συρρίκνωσης της Ευρυτανίας

Άρθρο από την έντυπη έκδοση της Τετάρτης 26/9/2019, στη στήλη «Τρίτη Ματιά»

Την περασμένη Τετάρτη, στο Συνεδριακό πραγματοποιήθηκε για όγδοη συνεχή χρονιά η εκδήλωση που διοργάνωσαν το περασμένο Σάββατο Γενικά Αρχεία του Κράτους. Για μια ακόμη φορά, η Μαρία Παναγιωτοπούλου - Μποτονάκη η οποία προΐσταται του γραφείου των Γενικών Αρχείων του Κράτους στην πόλη μας, έκανε το θαύμα της και πραγματοποίησε ένα πολιτιστικό γεγονός ιδιαίτερα υψηλού επιστημονικού κύρους αλλά και μεγάλου ενδιαφέροντος.860

Ο τίτλος της εκδήλωσης ήταν «Ο Κερδώος Ερμής και το Καρπενήσι» (ΦΩΤΟ) και ουσιαστικά αποτελούσε την παρουσίαση του ομώνυμου βιβλίου του γνωστού ανά το πανελλήνιο συμπατριώτη μας δημοσιογράφου, Δημήτρη Ευαγγελοδήμου. Η ποιότητα του βιβλίου, το κύρος του συγγραφέα και η εγνωσμένη του αξία διαπιστώθηκαν για μια ακόμη φορά, και καθώς το ταξίδι του στα βιβλιοπωλεία δείχνει να είναι ευοίωνο, δεν χρειάζεται να αναφερθούμε σ’ αυτό εκτενέστερα.

Όπως λέει κι ο ίδιος πρόκειται για «ένα ρεπορτάζ σε αρχειακές πηγές και σε μνήμες ανθρώπων. Μια δημοσιογραφική δουλειά που επιχειρεί να αναδείξει τα «τι, ποιος, που, πότε και γιατί». Με απαντήσεις και υλικό, που μπορεί να είναι χρήσιμα σε έναν πραγματικό ιστορικό του μέλλοντος. Άλλωστε, ο δημοσιογράφος το μόνο που κάνει είναι να συγκεντρώνει την πρώτη ύλη των ιστορικών. Τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο».

Όμως πέρα από τη συγκίνηση των αναμνήσεων ήταν και ένα ταξίδι στο χρόνο, αφού πέρασαν μπροστά στα μάτια μας εικόνες από ένα Καρπενήσι της περιόδου του μεσοπολέμου που αγωνιζόταν μεν για την επιβίωση αλλά διέθετε παράλληλα και τα δικά του πολιτιστικά χαρακτηριστικά, είδαμε τον αγώνα που έκαναν οι έμποροι, διαπιστώσαμε την τεράστια συνεισφορά των ξενιτεμένων στο οικονομικό γίγνεσθαι του τόπου.

Μετά περάσαμε στον πόλεμο, το κάψιμο της πόλης από τους Γερμανούς, τον Εμφύλιο, την Ανασυγκρότηση και την δροσερή δεκαετία του εξήντα με τα προβλήματα και την αισιοδοξία της, ένα ταξίδι στο οποίο αριστοτεχνικά μας οδήγησε η κα Γιώτα Κοντοκώστα, με την υποβλητική ανάγνωση των αποσπασμάτων του βιβλίου.

Εντούτοις, μια αίσθηση πικρίας αναδείχθηκε μέσα από τα ευχολόγια των εκπροσώπων του σημερινού εμπορικού κόσμου, το προέδρου του Επιμελητηρίου και της προέδρου των Εμπόρων της πόλης. Και οι δύο μίλησαν με όρους του «κάθε πέρυσι και καλύτερα» και οι δύο διαμαρτυρήθηκαν για το ότι δεν στηρίζεται η τοπική αγορά αλλά και μέμφθηκαν τους εαυτούς τους για συγκεκριμένες ελλείψεις στην νοοτροπία τους, χωρίς πάντως να τους λείπει και η αισιοδοξία.

Τα πραγματικά αίτια όμως της κατάστασης δεν είναι αυτά. Ο ίδιος ο Ευαγγελοδήμος τα διαβλέπει στην εισαγωγή του γράφοντας «Το Καρπενήσι, όμορφος τόπος με ζωντανούς ανθρώπους, επί χρόνια δεν είχε καταφέρει να ακολουθήσει την υπόλοιπη Ελλάδα στην πρόοδο, λόγω της απομόνωσης και της γεωμορφολογίας. Μοιραία και η επιχειρηματικότητα που αναπτύχθηκε ήταν εσωστρεφής, ατελής, χωρίς υπέρμετρες φιλοδοξίες και επομένως χωρίς μεγάλη συνέχεια.». 

Αν η κατάσταση ήταν αυτή τότε, σήμερα είναι πολύ χειρότερα. Σε πέντε-δέκα το πολύ χρόνια, το μόνο κατοικημένο μέρος του νομού θα είναι η πρωτεύουσα και, άντε, δυο τρία χωριά στον Απεράντιο. Πρόκειται για τη θλιβερή πορεία ενός τόπου που δεν μπορεί να θρέψει τους κατοίκους του καθώς το έδαφος είναι ορεινό. Ή, μάλλον λάθος, μπορεί να τους θρέψει, γιατί στις αρχές του 20ού αιώνα τα χωριά έσφυζαν από ζωή και οι άνθρωποι επιβίωναν μια χαρά. Προφανώς, όμως, αυτό είναι και το περισσότερο που μπορεί να προσφέρει η Ευρυτανία από πλευράς πρωτογενούς παραγωγής: απλή επιβίωση.

Όμως, την εποχή εκείνη, το βασικό εμπόριο μπορούσε να προκόψει διότι όλοι οι άνθρωποι της Ευρυτανίας ποδένονταν στο Καρπενήσι, άρα έπρεπε να υπάρχουν τσαγκάρηδες. Όλοι οι άνθρωποι ράβονταν στην πόλη, άρα έπρεπε να υπάρχουν ραφτάδες. Όλοι γάνωναν τα μπακίρια τους, άρα έπρεπε να υπάρχουν γανωματήδες. Αυτό το «όλοι» σημαίνει ένας πληθυσμός άνω των 30000 ανθρώπων, οι οποίοι αν ξόδευαν 50 λεπτά του ευρώ το χρόνο σε ένα μαγαζί, αυτό θα είχε ετήσιο εισόδημα 15.000 ευρώ. Διόλου ευκαταφρόνητο ακόμα και με σημερινές τιμές! Οικονομία κλίμακος, που λένε…

Σήμερα όμως, στην δύσκολη γεωμορφολογία δεν έχουν προστεθεί μόνο οι διαδικτυακές αγορές αλλά και η πληθυσμιακή αποδυνάμωση. Και φυσικά σήμερα, η απλή επιβίωση δεν αρκεί. Σήμερα θέλουμε και ιατρική περίθαλψη και κινητά τηλέφωνα και ίντερνετ και ευκολία μετακίνησης και όλα όσα έχει να προσφέρει ο πολιτισμός. Οπότε νομοτελειακά, οδηγούμαστε στην καταστροφή, από απλή έλλειψη κατοίκων και άρα φορολογητέας ύλης! Τόσο απλά…

Υπάρχει άραγε τρόπος να αντιστραφεί αυτή η πορεία;

Αν αρχίσουμε να λέμε «το κράτος πρέπει να κάνει αυτό, το κράτος πρέπει να κάνει εκείνο», την έχουμε πατήσει! Είναι σα να λέμε ότι «το κράτος πρέπει να καταργήσει τη γρίπη». Το κράτος δεν μπορεί να φέρει πίσω το πληθυσμό που έφυγε ακόμη κι αν φτιάξει δρόμους στρωμένους με την καλύτερη άσφαλτο, ακόμη κι αν φτιάξει τα καλύτερα σπίτια. Όταν πριν από 30 χρόνια έγραφα στον τοπικό τύπο, ότι ο μόνος τρόπος για να αντιστραφεί η πληθυσμιακή μας αποδυνάμωση είναι να έρθουν να μείνουν εδώ… Αλβανοί μετανάστες, είχα απλά μαύρα μεσάνυχτα, λόγω νεανικής απειρίας. Ο Αλβανός και οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος δεν θα φύγει από δύσκολες οικονομικές συνθήκες για να πάει να βρει και πάλι δύσκολες οικονομικές συνθήκες. Ούτε θα φύγει από το χωριό του για να πάει να ζήσει σε άλλο χωριό, απλά θα πάει στην πόλη όπου οι ευκαιρίες είναι περισσότερες. Οι Αλβανοί ήλθαν από μόνοι τους, όταν υπήρχε χρήμα και έφυγαν όταν σταμάτησε, έμειναν μόνο όσοι κατόρθωσαν να ενσωματωθούν και να παραμείνουν οικονομικά ενεργοί. Όπως έμειναν οι Έλληνες στην Αμερική, οι Φιλιππινέζοι στην Αυστραλία, οι Τούρκοι στη Γερμανία.

Με τον ίδιο τρόπο και τα παιδιά μας δεν πρόκειται να επιστρέψουν να ζήσουν εδώ, όταν κάπου αλλού μπορούν να ζουν καλύτερα. Θα τους λείπει  ο καθαρός αέρας και η δροσιά το καλοκαίρι, αλλά ως εκεί! Αν θέλουμε να δούμε πληθυσμιακή αύξηση, με την μεσολάβηση του κράτους, μόνο ένας τρόπος υπάρχει: Το κράτος να φέρει εδώ ανθρώπους υποχρεωτικά υπό την πίεση των όπλων! Κι αυτό γίνεται μόνο σε δύο περιπτώσεις: Είτε να φτιαχτεί μια φυλακή, είτε στρατόπεδο μεταναστών! Διαλέγουμε και παίρνουμε…

Ας μην είμαστε όμως μάντεις κακών. Έτσι κι αλλιώς, το 2019, οι συνθήκες δεν είναι ίδιες με αυτές του 1909. Σήμερα υπάρχουν μηχανήματα που καθαρίζουν τους δρόμους το χειμώνα, υπάρχει το ίντερνετ που επιτρέπει σε κάποιον να ζει σε ένα μέρος και να δραστηριοποιείται σε ένα άλλο, υπάρχουν οι υποδομές για την ιατρική περίθαλψη, υπάρχουν όλα εκείνα που προσφέρει ο πολιτισμός! Το μόνο που μένει για να αναστραφεί η πορεία είναι να δραστηριοποιηθούν οι άνθρωποι έξω από τα γνωστά πλαίσια, αυτό που μένει είναι να ασχοληθούν με τη αειφορική καλλιέργεια, τη βιολογική κτηνοτροφία, τη μελισσοκομία, την εκμετάλλευση του τουριστικού προϊόντος, είτε πρόκειται για θρησκευτικό είτε για φυσιολατρικό, είτε για ιατρικό.

Έχουμε δυο μοναστήρια που δεν απέχουν πάνω από 60 χιλιόμετρα το ένα από το άλλο τα οποία αποτελούν δύο από τα σημαντικότερα ιστορικά μνημεία της πατρίδας μας, το ένα στον Προυσό και το άλλο στην Τατάρνα. Είμαστε το λίκνο της Εθνικής Αντίστασης και θα μπορούσαμε να καταστούμε περιζήτητος τουριστικός προορισμός μέσα και έξω από τα σύνορα. Το νοσοκομείο μας έχει αρκετές υποδομές, μένει μόνο να εξειδικευτεί σε κάτι, ώστε να αρχίσουν να συρρέουν και πάλι οι ασθενείς, αλλά και (κυρίως) οι συνοδοί τους, όπως γινόταν την εποχή του Χριστοδούλου.

Φυσικά, απ’ αυτά έχουν και εκατόν πενήντα άλλες ορεινές περιοχές της πατρίδας μας στην Ήπειρο και σ’ ολόκληρη την Πίνδο. Το ζήτημα είναι πώς να ξεχωρίσεις, πώς να κάνεις τη διαφορά. Αυτό που χρειάζεται είναι ιδέες, νέες ιδέες, καινοτόμες ιδέες, φαντασία και όρεξη για δουλειά.

Με λίγα λόγια αυτό που χρειάζεται είναι ο Ερμής να καταστεί Μηχανιώτης ώστε να γίνει και Κερδώος, προτού μεταμορφωθεί σε Ωκυπέδιλο και μας την κάνει εν μία νυκτί…