Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024

ev media-logo

Το κρίμα. Ποίημα της Κικής Κουκούτση

736

Σωστό είναι οι νιοί να αγαπούν 

της τάξης τους κορίτσια 

αλλιώς μπαίνουν σε βάσανα 

απ’ της μοίρας τα καπρίτσια 

 

Ο Γιάννος που΄ ν παιδί φτωχό

και τσέλιγκα κοπέλι 

τη Χρύσω πάει κι αγάπησε 

κι αφέντης δεν τον θέλει

 

Η μέλισσα η χρυσόφτερη 

όπου τη λεν αγάπη

τον τσίμπησε μες την καρδιά 

αχ, πως θα βρει την άκρη!

 

Κλαίει ο δόλιος και θρηνεί 

γι’ αυτό το πάθημά του

ν’ αλλάξει γνώμη δε μπορεί

γιατί πονά η καρδιά του

 

Καρδιά μου εσύ είσαι φτωχή 

τι θέλεις με τη Χρύσω;

την κόρη του αφεντικού

θε μου πώς να αγγίξω; 

 

Με τα λουλούδια, τα πουλιά,

ήσουν ερωτευμένη

με την αυγούλα τη γλυκιά 

ήλιος όταν βγαίνει

 

Στου ήλιου την ανατολή

τους κάμπους τις βρυσούλες 

τ’ Απριλη τ’ αγριολούλουδα 

που βγαίνουν στις κορφούλες

 

Ολημερίς ο Γιάννος μας 

καθόταν λυπημένος

κι όταν η κόρη έβλεπε

κοιτούσε σαστισμένος

 

Θαύμαζε τ΄ όμορφο κορμί

τον πλουμιστό της κόρφο 

τη λυγερή τη μέση της 

κι έλιωνε απ’ τον πόθο

 

Έβλεπε τα ξανθά μαλλιά

πλεγμένα με την τάξη

που πέφτανε στους ώμους της 

κι ήταν σαν το μετάξι

 

Τα φρύδια τα καγκελωτά 

τα γαλανά της μάτια

σου δίνανε υπόσχεση 

για παράδεισου παλάτια

 

Μια μέρα ο Γιάννος στην πλαγιά

έπαιζε την φλογέρα

βγάζει από κει τον πόνο του 

κι ακούστηκε ως πέρα

 

Η κόρη που τον άκουσε

τρέχει και πάει κοντά του 

και χώνεται γλυκά-γλυκά

μέσα στην αγκαλιά του

 

Την πλάνεψαν τα λόγια του

κι ο ήχος της φλογέρας

το’ νιωσε, το κατάλαβε

της το’ πε κι ο αγέρας 

 

Στο τρυφερό τ’ αγκάλιασμα 

η Χρύσω εζαλίσθη

κι απ΄ τα γλυκά του τα φιλιά

γλυκά αποκοιμήθη

 

Ο έρωτας τρελό χορό 

είχε μες την καρδιά του 

ζαλίστηκε ο άμοιρος

δεν βλέπει ολόγυρά του

 

Δίχως στεφάνι και παπά 

την έκανε δική του

κρίμα, δεν το σεβάστηκε,

τ΄ αφέντη το ψωμί του

 

Ξυπνά η κόρη το πρωί

απ΄ του έρωτα τη μέθη

βλέπει λυμένη την ποδιά 

βγαλμένη από τη μέση

 

Βλέπει τους κόρφους ανοιχτούς

τα στήθη φιλημένα

τα πλουμιστά τα ρούχα της

να΄ ναι τσαλακωμένα

 

Τότε θυμήθη κι ένιωσε 

την άσβεστη ντροπή της 

-Μανούλα μου, ξεφώνισε

πνιγμένη η φωνή της 

 

Με πλάνεψαν τα λόγια του 

τώρα είμαι ντροπιασμένη 

για με ζωή δεν έχει πια

είμαι σαν πεθαμένη

 

Ο πλάστης τους λυπήθηκε 

που΄ σαν ερωτευμένοι

κι ο Γιάννος έγινε πουλί

κι η Χρύσω είν’ πετρωμένη!