Μια περδικούλα λάλησε
κοντά σε κρύα βρύση
κι είπε δε βρέθη κυνηγός
που θα την κυνηγήσει
Έχει φτερά πουν’ πλουμιστά
στα πόδια γρηγοράδα
και δεν φοβάται κυνηγό
με γρήγορα ποδάρια
Καμαρωτή περπάταγε
στα πλάγια κελαηδούσε
και μες τις δροσερές πλαγιές
ολημερίς βοσκούσε
Μέσα στο βράχο στην οχθιά
γέννησε τα αυγά της
τα κλώσησε και έβγαλε
τα όμορφα πουλιά της
Χαρά ημερα με τη δροσιά
τα’ βγαζε στο σεργιάνι
καμάρωνε, κελάηδαγε
χωρίς κακό να βάνει
Που ο κυνηγός εθύμωσε
για τα παινέματά της
και βρόχια πήγε κι έστησε
κοντά κει στη φωλιά της
Πέφτει στα δίχτυα του τυφλά
χωρίς να καταλάβει
κι ο κυνηγός την έπιασε
και στο κλουβί τη βάνει
Η έρμη μπήκε στη σκλαβιά
έχασε τα παιδιά της
και όλα αυτά τα έπαθε
απ’ τα καμώματά της
Βγάζει λυπητερή φωνή
βαριά κατάρα δίνει
στον κυνηγό που έφερε
τέτοια βαριά οδύνη
Ανάθεμά σε κυνηγέ
κι εσύ και τα σκυλιά σου
μου στέρησες τη λευτεριά
αυτό ποθεί η καρδιά σου;
Η άμοιρη τι σου΄ φταιξα
στα πλάγια κελαηδούσα
τη φύση την ομόρφαινα
παντού χαρά σκορπούσα
Δεν την αντέχω τη σκλαβιά
θα πέσω να πεθάνω
άφησα μόνα τα παιδιά
σαν τι ζωή να κάνω;