Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024

ev media-logo

Η μνήμη των γεγονότων της δεκαετίας του '40. Η Κατοχή, η Αντίσταση και η διαιρεμένη συλλογική μνήμη εξαιτίας του Εμφυλίου

άρθρο από την έντυπη έκδοση*

Τα τραυματικά γεγονότα του παρελθόντος είναι αυτά που δημιουργούν και συντηρούν την ιστορική μνήμη και γίνονται επίσης, η αιτία για δημόσιες διαμάχες. Ως ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας διαμάχης μπορεί να θεωρηθεί η δεκαετία του 1940, εφόσον τα γεγονότα που τη διαπερνούν, όχι μόνο επέδρασαν σημαντικά στην ελληνική κοινωνία, αλλά και από τις εκ διαμέτρου αντίθετες και αντιμαχόμενες πλευρές φάνηκε πως η συλλογική μνήμη για τη συγκεκριμένη δεκαετία ήταν διαιρεμένη.emfilios-karpenisi-EDSE1

Εμφύλιος, 1948: Καταδρομείς του Ελληνικού Στρατού στο Καρπενήσι, με φόντο τη Χελιδόνα

Την Κατοχή και την Αντίσταση ακολούθησε ο Εμφύλιος Πόλεμος, ο οποίος διαμόρφωσε τη συλλογική μνήμη για τις εν λόγω περιόδους, κάνοντας φανερό ότι, εάν δεν είχε μεσολαβήσει, θα θυμόμασταν με εντελώς διαφορετικό τρόπο όσα διαδραματίστηκαν. Η προσπάθεια για μελέτη της δεκαετίας γίνεται ακόμα πιο δύσκολη, εξαιτίας και της αποσιώπησης του Εμφυλίου στα χρόνια μετά από αυτόν, κάτι που μοιάζει απόλυτα λογικό να υφίσταται από την πλευρά των ηττημένων, δεν βγάζει όμως κανένα νόημα να τηρείται η ίδια στάση και από την πλευρά των νικητών.

Στη μνήμη των νικητών κυριαρχούσε η νίκη του Εθνικού Στρατού κατά των κομμουνιστών, γεγονός που συνεχώς επικαλούνταν σε περιπτώσεις πολιτικών αντιπαραθέσεων, επομένως γι’ αυτούς θα αποτελούσε αναμενόμενη κίνηση η ανέγερση μνημείων σε τόπους, οι οποίοι ταυτόχρονα θα χαρακτηρίζονταν και μνημονικοί, γιατί εκεί είχαν λάβει χώρα νικηφόρες μάχες. Αντιθέτως, μόνο κάποια μικρά μνημεία ανεγέρθησαν σε πλατείες μικρών χωριών και επαρχιακών πόλεων.

Όσον αφορά τους ηττημένους, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας, ότι η Αριστερά σε καμία περίπτωση δεν ήταν σε θέση να αναφερθεί στον Εμφύλιο, αφού από τη μία είχαν, ήδη, θεσμοθετηθεί αρκετές απαγορεύσεις κι από την άλλη, αν επεδίωκε τη θεμελίωση της δημοκρατίας, θα έπρεπε να ακολουθήσει μόνο τον δρόμο της αποσιώπησης. Γι’ αυτούς τους λόγους, ανέδειξε την Εθνική Αντίσταση στα χρόνια μετά τον εν λόγω Πόλεμο, διότι μόνο αυτή θα μπορούσε να λειτουργήσει ενοποιητικά για τον λαό, αφού επρόκειτο για τη συσπείρωσή του και την ολοκληρωτική αντίσταση του εναντίον του ξένου, κοινού εχθρού. Επιπλέον, και ο ίδιος ο Εθνικοαπελευθερωτικός Αγώνας νομιμοποιούσε την Αριστερά καθώς και όλες τις κινήσεις της, αφού παρουσιαζόταν ως πατριωτική δύναμη.

korisxades-1944-ethniko

Ιστορικό στιγμιότυπο από τις εργασίες της Εθνοσυνέλευσης του '44 στους Κορυσχάδες. Στην Ευρυτανία πήρε «σάρκα και οστά» η Αντίσταση (φωτ. Σπύρου Μελετζή)

Βέβαια, αν και στην επίσημη μνήμη και ιστορία ο Εμφύλιος αποσιωπήθηκε και από τους δύο αντιπάλους, στη συλλογική μνήμη των ανθρώπων που είχαν ζήσει τόσα αποτρόπαια εγκλήματα και καταστροφές, σίγουρα επισκίαζε και την Κατοχή και την Αντίσταση. Η αποσιώπηση εκατέρωθεν φανέρωνε ότι για μια χώρα που μόλις είχε βγει από έναν τέτοιο Πόλεμο, γεγονότα θανάτου, βίας, καταστροφών, αιματοχυσιών και άπλετου πόνου δε θα βοηθούσαν κανέναν και ίσως να οδηγούσαν ακόμα και σε παρόμοιες συγκρούσεις στο μέλλον, γι’ αυτό και δε συνέφερε η μνήμη τους, παρά η λήθη τους. Επομένως, για τη δεκαετία του 1940 δεν υπάρχει μια κοινή συλλογική μνήμη, αλλά μια διαιρεμένη μνήμη, αφού ο Εμφύλιος ήταν ένας Πόλεμος που διαίρεσε την Ελλάδα σε δύο μέρη και αυτές οι δύο αντίπαλες πλευρές διαμόρφωσαν τη δική τους συλλογική μνήμη και αφήγηση η καθεμία για τα γεγονότα ολόκληρης της δεκαετίας, ανάλογα και με τα πολιτικά τους πιστεύω.

Το σχίσμα στη συλλογική μνήμη της ελληνικής κοινωνίας δε διαιωνίστηκε μόνο, εξαιτίας του Εμφύλιου Πολέμου και των συνεπειών του, αλλά και εξαιτίας της πολιτικής κατάστασης, η οποία δημιουργήθηκε στη συνέχεια. Από το 1940 έως το 1974, οι ηττημένοι συνεχίζουν να έρχονται αντιμέτωποι με τις συνέπειες αυτού, ειδικότερα κατά την περίοδο της δικτατορίας, καθώς ήταν ένα καθεστώς που πήρε σάρκα και οστά από τους νικητές του.

Ευτυχές είναι, παρόλα αυτά, το γεγονός ότι η διαιρεμένη αυτή μνήμη είχε τα εχέγγυα να προσπελαστεί και να διαφοροποιηθεί, αφού μετά τον Εμφύλιο θα εμφανιστούν και εκείνες οι νέες πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες θα εκφράζουν ένα αξιόλογο ποσοστό της κοινωνίας, που δε θέλει να ταυτιστεί ούτε με την Αριστερά ούτε με τη Δεξιά. Πρόκειται για ανθρώπους που συμμετείχαν στην Αντίσταση με το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), αλλά όχι και στον Εμφύλιο στο πλευρό του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος (ΚΚΕ). Η πολιτική εκπροσώπηση όλων αυτών έγινε αρχικά από την Εθνική Προοδευτική Ένωση Κέντρου (ΕΠΕΚ) και τη δεκαετία του 1960 από την Ένωση Κέντρου.

Εν τέλει, συμπεραίνουμε ότι η αφήγηση για τον Εμφύλιο μπορεί να διαφοροποιηθεί, διότι ήταν ένας Πόλεμος που δεν βιώθηκε το ίδιο από όλους τους ανθρώπους, παρά το γεγονός ότι ζούσαν στην ίδια χώρα. Εντελώς διαφορετικά τον βίωσαν όσοι διέμεναν στο αστικό κέντρο, απ’ όσους κατοικούσαν σε ορεινά χωριά και πολέμησαν, αφού ήταν κατεξοχήν Πόλεμος της υπαίθρου, ή από όσους εξορίστηκαν και φυλακίστηκαν ή τέλος, ακόμα κι από αυτούς που απλώς μάθαιναν τα γεγονότα μέσα από κάποια εφημερίδα. Αν εστιάσουμε μόνο στους προσκείμενους στην Αριστερά, θα δούμε ότι διαφορετικά διαμορφώθηκε η μνήμη όσων συνέχισαν να ζουν στην Ελλάδα μετά το 1949, σε σχέση με εκείνους που μετακινήθηκαν στις λαϊκές δημοκρατίες.

Αρκετά χρόνια αργότερα, τη δεκαετία του 1980, ένας νέος κομματικός σχηματισμός, το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ), το οποίο βρισκόταν ιδεολογικά απέναντι από τη Δεξιά αυτοπροσδιοριζόταν ως σοσιαλιστικό και αντλούσε στοιχεία από τις σηματοδοτήσεις της Αριστεράς, έφερε στο προσκήνιο το ζήτημα αναγνώρισης της Εθνικής Αντίστασης, δίνοντας ελπίδες στον λαό ότι θα δημιουργήσει μια ενιαία μνήμη και θα κλείσει το χάσμα της διαίρεσης του έθνους μας.

Έτσι, με τη νίκη του στις εκλογές, τον Οκτώβριο του 1981, κατήργησε τις «γιορτές μίσους» και αποσυνέδεσε τη μέρα που ήταν αφιερωμένη στον Στρατό από την επέτειο της νίκης κατά του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος (ΔΣΕ) στον Γράμμο και με τον νόμο 1285 το 1982 αναγνώρισε την Εθνική Αντίσταση, οικειοποιούμενο με αυτόν τον τρόπο την μνήμη της Αντίστασης, η οποία πλέον άνηκε «στον λαό και το έθνος». Λόγω των παραπάνω, η μνήμη της Δεξιάς διαιρέθηκε και μετατοπίστηκε από τη μνήμη των νικητών της δημοκρατίας στη μνήμη των θυμάτων του κομμουνισμού. Αυτή ήταν και η εύλογη αντίδραση όσων αποκλείονταν από τη μνήμη, αρνούνταν δηλαδή το παρόν και οικειοποιούνταν αυτό που για εκείνους αποτελούσε τη γνήσια ιστορική μνήμη.

Τέλος, το ΠΑΣΟΚ σκόπιμα ονόμασε τις διάφορες επετείους «γιορτές μίσους», καθώς παρέπεμπε στη νέα πολιτική πραγματικότητα, όπου και πραγματοποιούνταν, στη διαίρεση, δηλαδή, Δεξιάς- Αντιδεξιάς, μέσω της οποίας το κόμμα φιλοδοξούσε να λάβει ψήφους από την πλευρά της Αριστεράς. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, ο εορτασμός τους να αποσυνδεθεί από την ένδοξη ιστορία του ελληνικού έθνους και να συνδεθεί με το μίσος, τη διχόνοια και τη διαίρεση που απειλούσαν εκ νέου την εθνική συνοχή.

 

*Γράφει η Γεωργία Δήμα

 Φιλόλογος

 Κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος στη «Δημόσια Ιστορία»