Στον πόλεμο γεννήθηκα
σε φτώχεια και ορφάνια
και γνώρισα για τα καλά
το τι θα πει τυράννια
Ρούχα δεν είχα να ντυθώ
παπούτσια να φορέσω
και στα κορίτσια του χωριού
έτσι πώς να αρέσω
Σκέφτηκα να ξενιτευτώ
να πάω να δουλέψω
κι έτσι μα βγάλω χρήματα
κι εδώ να επιστρέψω
Μου κάν’ ο θείος πρόσκληση
από την Αυστραλία
να πάω εκεί να τόνε βρω
ήταν μια ευκαιρία
Έφυγα για την ξενιτιά
φορώντας ρούχα δανεικά
σαν πήγα κει βρήκα δουλειά
κι έβγαζα χρήματα αρκετά
Μα ο νους μου ήταν στο χωριό
στιγμή δεν βγήκε απ’ το μυαλό
το σπίτι μου το πατρικό
της μάνας μου το φυλακτό
Που μου ΄χε βάλει στο λαιμό
με δάκρυα απ’ τον καημό
σαν μ’ έσφιγγε στην αγκαλιά
φεύγοντας για την ξενιτιά
είχα πιστέψει πως αυτό
καλό θα φέρει ριζικό
Δούλεψα, πάλεψα σκληρά
στη μακρινή τη χώρα
χρήματα μάζεψα αρκετά
ευλογημένη ώρα
Που γύρισα στον τόπο μου
ξανά στο πατρικό μου
περίμεν’ η μανούλα μου
αυτό τον ερχομό μου