Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024

ev media-logo


Καφενείον «το Δημοτικό Συμβούλιο» - Το άρθρο του Διονύση Κ. Παρούτσα

dimotiko simboulio_516

Μπορεί να έχουν περάσει περισσότερα από είκοσι χρόνια από την πρώτη φορά που παραβρέθηκα σε συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου της πόλης μας. Το κλίμα ήταν εντελώς φιλικό και τόσο οι αντεγκλήσεις όσο και οι φιλοφρονήσεις βρίσκονταν σε ένα μάλλον οικείο επίπεδο καφενείου – συντελούσε σ’ αυτό άλλωστε και το γεγονός ότι το κάπνισμα δεν απαγορεύονταν μέσα στην αίθουσα. Προσφωνήσεις του τύπου «έλα ρε Μήτσο» και «τι βλακείες είναι αυτές που λες…» (η διατύπωση είναι εσκεμμένα λογοκριμένη, ο νοών νοήτω) ήταν ο κύριος τρόπος επικοινωνίας. Φυσικά όλο αυτό το κλίμα θεωρούνταν δεδομένο και δεν μου έκανε καμία εντύπωση καθώς την περίοδο εκείνη ως μέλος της Ένωσης Ποδοσφαιρικών Σωματείων είχα λίγο-πολύ παρόμοιες προσλαμβάνουσες, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του προέδρου να τηρούνται κατά γράμμα οι τύποι και οι κανονισμοί.

Εντούτοις, λίγα χρόνια αργότερα, η ζωή με έφερε σε ένα πανέμορφο νησί του Ιονίου. Και εκεί, ως μέλος άλλου συλλόγου, χρειάστηκε να παραβρεθώ σε συνεδριάσεις του τοπικού Δημοτικού Συμβουλίου η εμπειρία των οποίων αποδείχτηκε αληθινό πολιτισμικό σοκ. Ο λόγος ήταν πως οι προσφωνήσεις άρχιζαν πάντα με το «κύριε πρόεδρε» ή τον αντίστοιχο τίτλο, οι διάλογοι διεξάγονταν με σοβαρότητα ή έστω σοβαροφάνεια, οι αντεγκλήσεις, όσο σκληρές και αν ήταν, δεν υπερέβαιναν τα όρια της ευγένειας και, φυσικά, στα ευρυτανικά μου αυτιά (τα συνηθισμένα στην συγκοπή των φωνηέντων), η επτανησιακή διάλεκτος ακούγονταν σχεδόν σαν μουσική.

Έκτοτε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Η μετάδοση των συνεδριάσεων από το ραδιόφωνο ανάγκασε τους επιχώριους ομιλητές να προσέχουν κάπως περισσότερο τα λεγόμενά τους, η απαγόρευση του καπνίσματος αφαίρεσε κάπως εκείνη τη νοσταλγική… αχλύ του καφενείου. Προσφάτως δε, στις συνεδριάσεις του Δημοτικού μας Συμβουλίου, μπήκε και η κάμερα μέσω του διαδικτύου, προσθέτοντας έναν ακόμα πονοκέφαλο στους συμμετέχοντες, η συμπεριφορά των οποίων παρακολουθείται συνεχώς κι από έναν ακόμη «ρουφιάνο».

Τα πάντα βρίσκονται πλέον εκτεθειμένα σε κοινή θέα και ο έλεγχος των πολιτών είναι –εν δυνάμει– αυστηρότερος. Δυστυχώς όμως, ένιοι των ομιλητών ουδαμώς λαμβάνουν υπ’ όψιν αυτόν τον νεότευκτο τεχνολογικό οφθαλμό της Δίκης, «ός τα πανθ’ ορά», που λέγαμε και στο Λύκειο. Αντ’ αυτού εκτίθενται ανεπανόρθωτα και μάλιστα θεωρώντας ότι ευφυολογούν, χρησιμοποιώντας αγοραίες εκφράσεις και παρομοιώσεις που δεν ταιριάζουν ούτε στο χώρο ούτε στο κλίμα των συνεδριάσεων.

Οι άνθρωποι αυτοί ανήκουν και στις δύο μεγάλες παρατάξεις και παρά το ότι είναι λίγοι, με τη μεγάλη πλειοψηφία των μελών να εκφράζεται όσο καλύτερα μπορεί, η εντύπωση που προξενούν στους θεατές και τους ακροατές είναι αλγεινότατη. Όλοι τους ξέρουμε, αφού μας εκνευρίζουν με τις «ατάκες» τους καθώς δεν εκθέτουν μόνο τον εαυτό τους αλλά ολόκληρη την παράταξή τους. Κάποιος πρέπει να τους μάθει το «σαβουάρ βιβρ» του δημόσιου διαλόγου.

Πρέπει να καταλάβουν ότι ο τρόπος που μιλάνε δεν δείχνει «ειλικρίνεια», ούτε «άμεση εκφορά του λόγου», ούτε «λαϊκή καταγωγή» ούτε «ευρυτανικό σοβινισμό». Είναι απλή έλλειψη ευγένειας και διακριτικότητας για να μην πούμε ότι αποτελεί την πεμπτουσία της άρνησης του δημοκρατικού δικαιώματος του καθενός να εκφέρει την άποψή του χωρίς οχλαγωγίες και λεκτικούς αφορισμούς.

Μπορεί, βέβαια, μερικές φορές να τους πνίγει το δίκιο, καθώς είναι σχεδόν αδύνατο να αντιμετωπίσεις ή να συγκριθείς με τη φυσική ευγένεια, τη μόρφωση και την… ορθοφωνία του δημάρχου. Εντούτοις, για τον λόγο αυτό ακριβώς θα πρέπει, μια μέρα πριν, να γράφουν σε ένα χαρτί τι έχουν να πουν, να βρίσκουν επιχειρήματα και να επικεντρώνονται στην ουσία της αντιπολίτευσης ή της υποστήριξης των ενεργειών τους αν πρόσκεινται στην πλειοψηφία. Είναι μεγάλη η ευθύνη των υπόλοιπων να τους δείξουν και -γιατί όχι- να τους διδάξουν τη σωστή συμπεριφορά. Ιδιαίτερα ο δήμαρχος χρειάζεται να κάνει τις απαραίτητες συστάσεις στους δικούς του.

Και μιας έγινε αναφορά στο δήμαρχο: Όσο κι αν ακουστεί ως υπερβολική κολακεία, δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς ότι τα πράγματα ακολουθούν στην πόλη μας μια πρωτόγνωρη κινητικότητα. Η πόλη ομορφαίνει, αποκτάει χαρακτήρα, εφαρμόζονται καινοτόμες τεχνολογικές παρεμβάσεις που τις ακούγαμε μόνο για την Αυστρία, γίνεται εξοικονόμηση δημόσιου χρήματος, το Δημαρχείο αποτελεί πλέον ένα λειτουργικό κόσμημα.

Μπορεί όλα αυτά οφείλονται στο ότι είναι γιος του Παύλου, εγγόνι του Μητσοτάκη ή στο ότι κατάγεται από μεγάλο σόι. Πιθανότατα μάλιστα, το τίμημα του τζακιού από το οποίο κατάγεται, να το έχει πληρώσει αρκούντως. Όμως τίποτα από αυτά δεν έχει πραγματική σημασία. Διότι, στο διάστημα της μέχρι τώρα θητείας του απέδειξε πως όταν παίρνει το λόγο έχει κάτι ουσιαστικό να πει και φαίνεται πως αν η πολιτική δράση έχει να κάνει με τα γονίδια, στα δικά του είναι εγγεγραμμένη στο «υπερέχον αλληλόμορφο» όπως μαθαίνουν και τα παιδιά που εξετάζονται  Βιολογία στις Πανελλήνιες. Φαίνεται πως χαράζει μεθοδικά τον δικό του δρόμο, κι αυτό δεν το βλέπεις συχνά σήμερα.

Κατά συνέπεια, είναι μοναδική ευκαιρία για τον τόπο μας να εκμεταλλευτούμε τις δυνατότητές του στο έπακρο, χωρίς περιττές αγκυλώσεις, αλλά φυσικά και χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η αντιπολίτευση δεν θα δώσει τη δική της μάχη να τον ελέγξει σε κάθε του δράση, και να φέρει στο φως όσα θεωρεί ότι γίνονται υπογείως.

Αυτό μάλιστα είναι κάτι για το οποίο δεν πρόκειται ποτέ να τους ψέξει κανείς.